DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
levulose ['li:vjuləus] n
agric., sugar. φρουκτόζη οπωροσάκχαρον ή λαιβουλόζη
med. λεβουλόζη
sugar., chem. φρουκτόζη
levulose
: 1 phrase in 1 subject
Medical1