![]() |
integrate | |
gen. | εντάσσω |
air management system | |
el. | σύστημα διαχείρισης της εγκατάστασης αερισμού |
controller | |
comp., MS | ελεγκτής |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
εντάσσω | |||
| |||
ενιαία; ενιαίο; ενιαίος |
integrated: 639 phrases in 43 subjects |