DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
institutionalisation n
environ. θεσμοποίηση/ιδρυματοποίηση
fin. θεσμοθέτηση
med., social.sc. είσοδος σε ένα ίδρυμα; εισαγωγή σε ένα ίδρυμα
institutionalization [ˌinstiˌtjuːʃənəlai'zeiʃən] n
fin. θεσμοθέτηση
institutionalisation The establishment and normalization of a law, custom, usage, practice, system or regulative principle in the activity or purpose of a group or organization n
environ. ιδρυματοποίηση