DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
headroom ['hedru(:)m] n
fin. διαφορά ανάμεσα στο επίσημο όριο δανείου και στην αξία του δανείου
lab.law. ύψος τοποθέτησης
life.sc., construct. ελεύθερο ύψος; ελεύθερο διάστημα
headroom
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1