DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
goodwill ['gud'wɪl] n
account. υπεραξία; τεκμαρτή αξία επωνυμίας
account., patents. άυλα στοιχεία της επιχείρησης
econ. άυλο κεφάλαιο
fin. φήμη και πελατεία
fin., account. συμψηφιστικά κονδύλια στο ενεργητικό του ισολογισμού ενοποίησης του κοντσέρν; υπερβάλλουσα αξία
patents. οικονομία σήματος' αξία σήματος' κύρος του εμπορικού σήματος
goodwill
: 9 phrases in 2 subjects
Accounting8
Marketing1