flux | |
gen. | πυκνότητα ροής σωματιδίων |
chem. | συλλίπασμα; τακερό |
med. | ροή |
met. | ουσία που διευκολύνει τη συγκόλληση; ευτηκτικό |
met. el. | υλικό καθαρισμού |
density | |
environ. | πυκνότητα; ειδικό βάρος |
| |||
πυκνότητα ροής σωματιδίων | |||
συλλίπασμα; τακερό | |||
ροή | |||
ουσία που διευκολύνει τη συγκόλληση; ευτηκτικό | |||
υλικό καθαρισμού | |||
ρευστοποιητής | |||
English thesaurus | |||
| |||
Ψ | |||
u |
flux : 3 phrases in 2 subjects |
Electronics | 1 |
Finances | 2 |