DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
denomination [dɪ'nɔmɪ'neɪʃ(ə)n] n
gen. θρήσκευμα
econ. ονομαστική αξία; ονομαστική τιμή
fin. κατηγορία ονομαστικής αξίας; ονομαστική αξία τραπεζογραμματίων; αξία τραπεζογραμματίου
stat., social.sc. δόγμα
 English thesaurus
denomination [dɪ'nɔmɪ'neɪʃ(ə)n] abbr.
abbr. denom
denomination
: 22 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Finances12
General1
Immigration and citizenship1
Information technology2
Law2
Natural sciences1
Technology2