![]() |
coronary artery | |
med. | αιμοφόρο αγγείο; αριστερή γαστρική αρτηρία; στεφανιαία αρτηρία; στεφανιαίος |
pressure | |
environ. | πίεση; διαφορά δυναμικού; σύνθλιψη; τάση; φόρτος; Πίεση |
| |||
αιμοφόρο αγγείο; αριστερή γαστρική αρτηρία (arteria gastrica sinistra); στεφανιαία αρτηρία; στεφανιαίος | |||
English thesaurus | |||
| |||
CA |
coronary artery: 20 phrases in 2 subjects |
Health care | 6 |
Medical | 14 |