![]() |
contention | |
commun. | έμφραξη; έριδα για χρήση; ανταγωνισμός |
access | |
gen. | έχω πρόσβαση |
agric. construct. | τεχνικόν έργον αγροτικής διαβάσεως |
commun. | πρόσβαση |
comp., MS | προσπελαύνω; πρόσβαση |
period | |
med. | περίοδος |
| |||
έμφραξη; έριδα για χρήση; ανταγωνισμός |
contention access: 5 phrases in 1 subject |
Communications | 5 |