| |||
αυτοσυγκέντρωση | |||
συμπύκνωσις | |||
εμπλουτισμός μεταλλεύματος | |||
συγκέντρωσις | |||
πράξη συγκέντρωσης | |||
επιβάρυνση | |||
εμπλουτισμός; συγκέντρωση/συμπύκνωση | |||
συμπύκνωση | |||
συγκέντρωση | |||
μοριακή συγκέντρωση | |||
| |||
συγκέντρωση; συμπύκνωση | |||
| |||
συγκέντρωση/συμπύκνωση | |||
| |||
εμπλουτισμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
consns (concentrations baloff) | |||
| |||
conc | |||
con | |||
conc.; concn. | |||
The amount of a drug in a given volume of blood plasma, measured as the number of micrograms per milliliter. | |||
concn |
concentrations : 401 phrase in 36 subjects |