DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
clinkering ['klickəriŋ] n
mater.sc. φράξιμο διακένων; βούλωμα των διακένων στη σχάρα της εστίας; κλείσιμο διακένων
clinkering
: 3 phrases in 1 subject
Chemistry3