DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
breeder ['bri:də] n
gen. αναπαραγωγικός αντιδραστήρας; δημιουργός νέας ποικιλίας φυτών
agric. γεννήτορας
anim.husb. ζώο αναπαραγωγής
life.sc., agric., R&D. βελτιωτής φυτών; δημιουργός νέων ποικιλιών σπόρων προς σπορά
med. εκτροφέας
nucl.pow. αντιδραστήρας αυτόματης παραγωγής
breeder
: 53 phrases in 17 subjects
Agriculture13
Animal husbandry1
Economy1
Electronics2
Environment1
General15
Health care5
Law2
Life sciences2
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences1
Nuclear and fusion power2
Nuclear physics2
Patents2
Research and development1
Social science1
Textile industry1