DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
anesthetic ['ænɪs'θetɪk] n
health. χωρίς αισθητικότητα
med. αναισθητικός; αναισθητικό; ναρκωτικό; υπνωτικό; μουδιασμένος; ζαλισμένος; αναίσθητος
anesthetics n
med. αναισθητικά
anesthetic
: 10 phrases in 1 subject
Medical10