| |||
πνεύμα συνεργασίας; εταιρική σχέση | |||
ομόρρυθμος εταιρεία; πρωσωπική εταιρία | |||
συνεργασία (The set of rules on a computer and a portable device that allow digital media files and other information to be synchronized) | |||
ομόρρυθμη εταιρεία | |||
εταιρία υπό συλλογικό όνομα | |||
προσωπική εταιρεία | |||
συνεταιρικές σχέσεις | |||
σύμπραξη; κοινοπραξία | |||
| |||
προσωπικές εταιρείες | |||
English thesaurus | |||
| |||
P | |||
| |||
part |
Partnership : 236 phrases in 29 subjects |