DictionaryForumContacts

   English Greek
Google | Forvo | +

to phrases
one-stop shop
gen. υπηρεσία μίας στάσης
commer. μονοαπευθυντική διαδικασία; μονοαπευθυντική θυρίδα; υπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησης; υπηρεσία μιας στάσης
fin. ειδικό γραφείο; ενιαία μονοαπευθυντική αγορά
One-Stop Shop: 1 phrase in 1 subject
Politics1