![]() |
one-stop shop | |
gen. | υπηρεσία μίας στάσης |
commer. | μονοαπευθυντική διαδικασία; μονοαπευθυντική θυρίδα; υπηρεσία ενιαίας εξυπηρέτησης; υπηρεσία μιας στάσης |
for | |
gen. | για |
member | |
comp., MS | μέλος |
unit | |
comp., MS | μονάδα |
One-Stop Shop: 1 phrase in 1 subject |
Politics | 1 |