european | |
gen. | ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός |
airborne remote-sensing | |
nat.sc. | αεροπορική τηλεανίχνευση |
facilities | |
commun. transp. | διευκολύνσεις; εγκαταστάσεις; ευκολίες |
facility | |
gen. | διευκόλυνση |
| |||
ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Eur; Euro | |||
E |
European: 4669 phrases in 78 subjects |