![]() |
| |||
Καψάκιο | |||
καψύλλιο; μεταλλικό πώμα; πώμα κράουν | |||
θήκη; κάψουλα | |||
κάψα; σπερματοθήκη | |||
καψάκιο | |||
θαλαμίσκος συμπιεζόμενος | |||
| |||
μηχανή τοποθετήσεως καψυλλίων; μηχανή τοποθετήσεως μεταλλικών πωμάτων | |||
English thesaurus | |||
| |||
cap (Vosoni) | |||
caps |
Capsule: 169 phrases in 14 subjects |