DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject General containing título | all forms | exact matches only
SpanishGreek
comisiones de transacciones con títulosπρομήθειες για συναλλαγές επί τίτλων
derecho de custodia y de gestión de títulosδικαιώματα φυλάξεως και διαχειρίσεως των τίτλων
director general a título personalγενικός διευθυντήςπροσωποπαγής θέση
los miembros serán designados a título personalτα μέλη διορίζονται υπό την προσωπική τους ιδιότητα
préstamo materializado por un título de créditoδάνειο που έχει ενσωματωθεί σε παραστατικό τίτλο
titular de pensión de viudedadδικαιούχος συντάξεως επιζώντων
titular del derechoο έλκων δικαίωμα
título de neutralizaciónτίτλος εξουδετέρωσης
título de renta variableτίτλος μεταβλητής αποδόσεως απόδοσης
Título I: Normas comunesTίτλος I:Kοινοί κανόνες
título transmisibleμεταβιβάσιμος παραστατικός τίτλος
títulos de deudaχρεώγραφα και ομολογίες