DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Law containing seguro | all forms | exact matches only
SpanishGreek
admisión en el seguro voluntario o facultativo continuadoυπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση
afiliado a seguros socialesασφαλισμένος
anualidad de seguroασφαλιστικό έτος
aprobación de las compañías de segurosέγκριση ασφαλιστικών επιχειρήσεων
año de seguroασφαλιστικό έτος
base jurídica seguraσταθερή νομική βάση
beneficiario del seguro de desempleoεπιδοτούμενος άνεργος
beneficio del seguroπαράγωγο ασφαλιστικό δικαίωμα
caja regional de seguro de enfermedadπεριφερειακό ταμείo ασφάλισης ασθεvείας
cocontratante de la compañía de segurosαντισυμβαλλόμενος ασφαλιστικής εταιρείας
compañías de segurosτομείς ασφαλίσεων
compañías de segurosασφάλεια
continuación en el seguro voluntarioαυτασφάλιση
derecho de contrato de seguroδίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση
derecho de seguro derivadoπαράγωγο ασφαλιστικό δικαίωμα
experto en segurosασφαλιστικός εμπειρογνώμονας
justificación de seguro médicoπιστοποιητικό ασφάλισης ασθενείας
justificación de seguro médicoβεβαίωση ασφάλισης ασθενείας
justificación de seguro médicoαποδεικτικό ασφάλισης ασθενείας
legislación de seguro de riesgo puroασφαλιστική νομοθεσία του λεγόμενου καθαρού κινδύνου
Ley de 13 de julio de 1930, relativa al contrato de seguroνόμος της 13.7.1930 για τη σύμβαση ασφαλίσεως
Ley de 16 de mayo de 1891, sobre el contrato de seguroνόμος της 16.5.1891 για την επίβλεψη των ασφαλιστικών πράξεων
Ley de reforma del seguro de enfermedadνόμος περί μεταρρύθμισης της ασφάλισης ασθενείας
Ley de seguro de desempleoνόμος σχετικά με την ασφάλιση ανεργίας
Ley de seguro de desempleoνόμος περί ασφαλίσεως ανέργων
Ley de Seguro de Enfermedadνόμος περί ασφαλίσεως ασθενείας
ley de seguro de los trabajadoresνόμος για την ασφάλεια των εργαζομένων
Ley de seguro de vejez de los agricultoresνόμος περί ασφαλίσεως γήρατος αγροτών
ley de seguro de vejez generalizadoνόμος για τη γενικευμένη ασφάλιση γήρατος
Ley del seguro de enfermedadνόμος περί ασφαλίσεως ασθενείας
Ley Federal relativa al Seguro Social para los productores agrariosομοσπονδιακός νόμος για την κοινωνική ασφάλιση των γεωργών
Ley Federal relativa al Seguro Social para los productores agrariosΟμοσπονδιακός Νόμος περί Κοινωνικής Ασφαλίσεως Γεωργών
Ley Federal relativa al Seguro Social para personas que trabajan en el comercioομοσπονδιακός νόμος για την κοινωνική ασφάλιση των προσώπων που απασχολούνται στο εμπόριο και τις συναλλαγές
Ley Federal relativa al Seguro Social para personas que trabajan en el comercioΟμοσπονδιακός Νόμος περί Κοινωνικής Ασφαλίσεως Εμπόρων
Ley Federal sobre el Seguro Social Generalομοσπονδιακός νόμος περί γενικής κοινωνικής ασφαλίσεως
Ley Federal sobre el Seguro Social GeneralΟμοσπονδιακός Νόμος περί Γενικής Κοινωνικής Ασφάλισης
Ley relativa al seguro sobre la incapacidad laboralνόμος σχετικά με την ασφάλιση κατά της ανικανότητας προς εργασίαν
Ley relativa al seguro sobre la incapacidad laboralνόμος περί της ασφάλισης κατά της ανικανότητας προς εργασία
Ley sobre el seguro de accidentes de trabajoνόμος ασφαλίσεως ατυχημάτων κατά την εργασία
Ley sobre el seguro de desempleoνόμος περί ασφαλίσεως ανέργων
Ley sobre el seguro de desempleoνόμος σχετικά με την ασφάλιση ανεργίας
Ley sobre el seguro de enfermedad y accidentes de los funcionariosνόμος σχετικά με την ασφάλιση ασθενείας και ατυχημάτων των δημοσίων υπαλλήλων
Ley sobre el seguro público de enfermedadνόμος περί της δημόσιας υπηρεσίας περιθάλψεως
Ley sobre las indemnizaciones de rehabilitación en el marco del seguro de accidentes de trabajoνόμος περί κατ'αποκοπήν αποζημιώσεως που καταβάλλεται δυνάμει ασφαλίσεως εργατικών ατυχημάτων κατά την εργασία
leyes sobre el ejercicio del seguro privadoκωδικοποιημένος νόμος για τις ιδιωτικές ασφαλίσεις
lista de los ramos de segurosπίνακας ασφαλιστικών κλάδων
país de origen seguroασφαλής χώρα καταγωγής
perito de segurosασφαλιστικός εμπειρογνώμονας
persona afiliada a una institución de seguroπρόσωπο υπαγόμενο σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης
persona afiliada a una institución de seguroασφαλισμένος
período de seguro obligatorioπερίοδος ασφάλισης
prestación del seguroασφαλιστική παροχή
ramo del seguroτομείς ασφαλίσεων
ramo del seguroασφάλεια
reexpedición del seguro voluntarioαυτασφάλιση
reglamentación del seguroασφαλιστικό καθεστώς
régimen del seguroασφαλιστικό καθεστώς
régimen general del seguro de vejezνόμος για τη γενικευμένη ασφάλιση γήρατος
Régimen general del seguro de viudedad y orfandadγενικό σύστημα ασφάλισης χηρών και ορφανών
Régimen general del seguro de viudedad y orfandadγενική ασφάλιση χηρών και ορφανών
seguro con mutualidad privadaπροαιρετική ασφάλιση σε αλληλοβοηθητικό ταμείο
seguro de accidentesκάλυψη για κινδύνους ατυχήματος
seguro de defensa jurídicaασφάλιση νομικής προστασίας
seguro de enfermedadυγειονομική προστασία που παρέχει ένας ασφαλιστικός φορέας
seguro de enfermedad e invalidezασφάλιση ασθένειας-αναπηρίας
seguro de increased valueασφάλιση για increased value
seguro de protección jurídicaασφάλεια νομικής προστασίας
seguro de vejez.ασφάλιση γήρατος
seguro de vidaασφάλιση επιζώντων
seguro de vidaασφάλιση για το θάνατο προστάτη οικογενείας
seguro de vida vinculado a fondos de inversiónασφάλεια μεταβλητού κεφαλαίου
seguro en favor de supervivientesασφάλιση για το θάνατο προστάτη οικογενείας
seguro en favor de supervivientesασφάλιση επιζώντων
seguro generalizado de viudedad y orfandadγενικό σύστημα ασφάλισης χηρών και ορφανών
seguro generalizado de viudedad y orfandadγενική ασφάλιση χηρών και ορφανών
seguro marítimoθαλάσσια ασφάλιση
seguro mutualista privadoπροαιρετική ασφάλιση σε αλληλοβοηθητικό ταμείο
seguro obligatorio o facultativo continuadoυποχρεωτική ή προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
seguro por maternidadασφάλιση μητρότητας
seguro sin relación con la responsabilidadανυπαίτια αστική ευθύνη
seguro voluntario o facultativo continuadoπροαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
seguros marítimosθαλάσσια ασφάλιση
seguros socialesκοινωνικές ασφαλίσεις
sistema del seguroασφαλιστικό καθεστώς
subsidio del seguro de enfermedadεπιδόματα που χορηγούνται από ασφαλιστικό φορέα για την αναπλήρωση της απώλειας εισόδηματος από ανικανότητα για εργασία
tercer país seguroασφαλής τρίτη χώρα
tribunal del lugar en que está domiciliado el tomador del seguroδικαστήριο του τόπου κατοικίας του αντισυμβαλλομένου