DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Law containing nueva | all forms | exact matches only
SpanishGreek
aportación a la nueva entidadεισφορά στη νέα οντότητα
Carta de París para una Nueva EuropaΧάρτης του Παρισιού για μια Νέα Ευρώπη
Carta de París para una Nueva EuropaΧάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη
concesión de permiso para instalaciones nuevasάδειες για νέες εγκαταστάσεις
concesión de permiso para instalaciones nuevasάδεια για νέα εγκατάσταση
Convención de Nueva York de 28 de Septiembre de 1954 sobre el Estatuto de los ApátridasΣύμβαση περί του καθεστώτος των ανιθαγενών
Convención de Nueva York de 28 de Septiembre de 1954 sobre el Estatuto de los ApátridasΣύμβαση για το καθεστώς των ανιθαγενών
Convenio de Nueva YorkΣύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων
Convenio de Nueva YorkΣύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων
Convenio de Nueva Yorkσύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων
Convenio de Nueva YorkΣύμβαση της Νέας Υόρκης
Convenio de Nueva York, de 20 de junio de 1956, sobre la obtención de alimentos en el extranjeroσύμβαση της Νέας Υόρκης της 20ής Ιουνίου 1956 για την είσπραξη διατροφής σε αλλοδαπό κράτος
diseño nuevoνέο σχέδιο ή υπόδειγμα
efecto acumulativo de una nueva imposicionσωρευτική επíπτωση νέας φορολογíας
exclusión de toda nueva pretensiónαποκλεισμός υποβολής νέου αιτήματος
financiamiento que incluye dinero nuevoνέο χρήμα
gratificación de Año Nuevoδώρο Χριστουγέννων
hecho nuevoνέο περιστατικό
nueva asignaciónμετάταξη
nueva asignaciónνέος διορισμός
nueva asignaciónδιορισμός σε άλλη απασχόληση
nueva legislaciónνέα νομοθεσία
nuevas nupciasνέος γάμος
nuevas nupciasεπόμενος γάμος
nuevo acto delictivoυποτροπή
nuevo destinoνέος διορισμός
obrero nuevoνέος εργάτης