Spanish | Greek |
absorber el calor incidente por sublimación de un sólido | απορρόφηση της προσπίπτουσας θερμότητας με εξάχνωση κάποιου στερεού |
acceso a la formación profesional | πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση |
Acción comunitaria relativa al análisis, la investigación, la cooperación y la acción de la Comisión en el ámbito del empleo | Κοινοτική δράση σχετικά με την ανάλυση, την έρευνα, τη συνεργασία και τη δράση της Επιτροπής στον τομέα της απασχόλησης |
acuerdo para elevar progresivamente la edad de jubilación anticipada | συμφωνία για προοδευτική αύξηση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης |
acuerdo sobre seguridad en el trabajo | συμφωνία για την διασφάλιση των θέσεων εργασίας |
adaptación a la cabeza | εφαρμογή στο κεφάλι |
adaptación a la morfología del usuario | προσαρμογή στη σωματική κατασκευή του χρήστη |
adaptar los salarios a la inflación real | προσαρμογή των μισθών στον πραγματικό δείκτη πληθωρισμού |
agenda social para el transporte marítimo | κοινωνικό θεματολόγιο για τις θαλάσσιες μεταφορές |
agricultor que ejerce la actividad agrícola como actividad principal | κατά κύρια απασχόληση κάτοχος γεωργικής εκμεταλλεύσεως |
Alianza Europea para la Formación de Aprendices | Ευρωπαϊκή συμμαχία για θέσεις μαθητείας |
alteración de la función protectora debido al envejecimiento | μεταβολή των προστατευτικών ιδιοτήτων λόγω παλαίωσης |
altura a la que debe llevarse | ύψος τοποθέτησης |
anualización de la jornada laboral | αναγωγή του εργάσιμου χρόνου σε ετήσια βάση |
análisis de la actividad | ανάλυση της δραστηριότητας |
análisis de la actividad | ανάλυση δραστηριότητας |
aparato filtrante contra el polvo radiactivo | συσκευή που συγκρατεί τις ραδιενεργές σκόνες |
aplastamiento de la parte anterior del pie | σύνθλιψη του εμπρόσθιου μέρους του ποδιού |
apoyo a la creación de empleos | συμβολή στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης |
apoyo de la política de inversión-formación | υποστήριξη για επένδυση-κατάρτιση |
apoyo estanco de la pieza facial sobre la cara | στεγανή υποστήριξη των σημείων που εφάπτονται στο πρόσωπο |
aprendizaje en la empresa | μαθητεία σε επιχείρηση |
aptitud para la descontaminación | δυνατότητα απολύμανσης |
ayuda a la contratación | ενίσχυση στις προσλήψεις |
ayuda a la creación de actividades para trabajadores autónomos | ενίσχυση για τη δημιουργία δραστηριοτήτων ανεξάρτητων εργαζομένων |
ayuda a la incorporación al trabajo | δαπάνες ενισχύσεων για εγκατάσταση και τοποθέτηση σε εργασία |
baja en el empleo | εγκατάλειψη εργασίας |
bonificación de tiempo para el cómputo de la antigüedad | έκπτωση λόγω ηλικίας |
calidad de la iluminación | ποιότητα φωτισμού |
capacidad de vuelta a la posición estable | δυνατότητα επιστροφής σε σταθερή θέση |
capacitación en el puesto de trabajo | επιτόπια εκπαίδευση |
Capital Humano Europeo en el Umbral del Siglo XXI | ανθρώπινο κεφάλαιο της Ευρώπης στην αυγή του ΧΧΙου αιώνα |
carga admisible sobre el eje trasero | αποδεκτό φορτίο επί του οπισθίου άξονος |
centro de acceso a la formación | ενημερωτικό κέντρο σχετικά με την κατάρτιση |
centro europeo de información sobre la subcontratación | ευρωπαϊκό κένρο πληροφοριών για την υπεργολαβία |
certificado de incapacidad para el trabajo | πιστοποιητικό ανικανότητας προς εργασία |
cese en la profesión | παύση της επαγγελματικής δραστηριότητας |
cese en la profesión | εγκατάλειψη του επαγγέλματος |
ciencia de la seguridad de los sistemas | επιστήμη των συστημάτων ασφαλείας |
Comisión mixta para la armonización de las condiciones de trabajo en la industria siderúrgica | μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη σιδηρουργία |
Comisión mixta para la armonización de las condiciones de trabajo en la industria siderúrgica | μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη βιομηχανία του χάλυβα |
Comisión mixta para la armonización de las condiciones de trabajo en la siderurgia | μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη βιομηχανία του χάλυβα |
Comisión mixta para la armonización de las condiciones de trabajo en la siderurgia | μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη σιδηρουργία |
Comité de altos responsables de la inspección del trabajo | Επιτροπή Ανωτέρων Επιθεωρητών Εργασίας |
complementar el plan social | συνοδευτικό μέτρο των κοινωνικών σχεδίων |
complementar la reducción de efectivos | συνοδευτικό μέτρο των μειώσεων του προσωπικού |
componente que el usuario puede ajustar | συστατικό μέρος ρυθμιζόμενο από το χρήστη |
comprobación del resultado de la colocación | υπηρεσία ελέγχου |
comprobación del resultado de la colocación | μέτρα ελέγχου |
Consejo de administración de la Fundación Europea para la Mejora de las Condiciones de Vida y de Trabajo | Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας |
Convenio relativo a la inspección del trabajo en la industria y el comercio | Σύμβαση "περί επιθεωρήσεως εργασίας εις την βιομηχανίαν και το εμπόριον" |
Convenio relativo al trabajo nocturno de las mujeres empleadas en la industria | Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας των απασχολουμένων εν βιομηχανία γυναικών" αναθεωρημένη, 1948 |
Convenio relativo al trabajo nocturno de los menores en la industria | Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας των παίδων εν τη βιομηχανία" |
convenio sobre el periodo de prueba | σύμβαση πρακτικής εξάσκησης |
Convenio revisado sobre el trabajo nocturno mujeres, 1948 | Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας των απασχολουμένων εν βιομηχανία γυναικών" αναθεωρημένη, 1948 |
Convenio revisado sobre el trabajo nocturno de los menores industria, 1948 | Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας των παίδων εν τη βιομηχανία" |
Convenio sobre la inspección del trabajo, 1947 | Σύμβαση "περί επιθεωρήσεως εργασίας εις την βιομηχανίαν και το εμπόριον" |
coste de la mano de obra | κόστος της εργασίας |
coste de la mano de obra | κόστος του εργατικού δυναμικού |
cubrebota de protección contra el calor | καλύπτρα μπότας για προστασία από τη θερμότητα |
cubrebota de protección contra el frío | υποδήματα για προστασία από το κρύο |
Cumbre de Praga sobre el Empleo | Σύνοδος κορυφής της Πράγας για την απασχόληση |
Cámara de normas profesionales de la artesanía | Συμβούλιο Επαγγελματικών και Χειροτεχνικών Προδιαγραφών |
código de conducta sobre la protección de la dignidad de la mujer y el hombre en el trabajo | κώδικας δεοντολογίας για την προστασία της αξιοπρέπειας των ανδρών και των γυναικών στο εργασιακό περιβάλλον |
Código de formación, titulación y guardia para la gente de mar | κώδικας εκπαίδευσης, πιστοποιητικών και κανονισμών φυλακής των ναυτικών επαγγελμάτων |
Código de formación, titulación y guardia para la gente de mar | Κώδικας εκπαίδευσης, πιστοποίησης και τήρησης φυλακών των ναυτικών |
decisión que desestima la candidatura | απόφαση απόρριψης της αίτησης |
Declaración de Dublín sobre el empleo | Δήλωση του Δουβλίνου για την απασχόληση |
densidad de iluminación energética de la radiación | ένταση της ενέργειας λόγω ακτινοβολίας |
desgaste relacionado con el uso | καταπόνηση που οφείλεται στη χρήση |
deterioro de la inteligibilidad de la palabra | επιδείνωση της δυνατότητας κατανόησης της ομιλίας |
dignidad en el trabajo | αξιοπρέπεια στην εργασία |
Dirección departamental del Trabajo y de la Mano de Obra | Νομαρχιακή Διεύθυνση Εργασίας και Εργατικού Δυναμικού |
disminución de la edad requerida para la jubilación anticipada | μείωση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης |
disparador de seguridad emplazado en la cama del arado | διάταξη αασφαλείας ενσωματωμένη στο σταβάρι των αρότρων |
disparidad en la evolución salarial | διαφοροποιήσεις στις μισθολογικές εξελίξεις |
dispensar de presentarse en la oficina de empleo | απαλλαγή από την υποχρέωση της υπογραφής |
dispositivo de seguridad emplazado en el enganche | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη στο σύστημα ζεύξης |
dispositivo de seguridad emplazado en el montante o en el cuerpo del arado | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη στο σώμα |
dispositivo de seguridad emplazado en el montante o en el cuerpo del arado | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη με το πλαίσιο των αρότρων |
dispositivo para la protección de las piernas | εξοπλισμός προστασίας των κνημών |
dispositivo que absorbe el sudor | σύστημα που επιτρέπει την απορρόφηση του ιδρώτα |
distribución espectral de la energía radiada | φασματική κατανομή της ακτινοβολούμενης ενέργειας |
diálogo social vinculado a la productividad | κοινωνικός διάλογος που συνδέεται με την παραγωγικότητα |
edad de jubilación distinta según el sexo | κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως που διαφέρει ανάλογα με το φύλο |
edad en que nace el derecho a una pensión de jubilación | συντάξιμη ηλικία |
edad límite para la jubilación | όριο συνταξιοδότησης |
edad límite para la jubilación | ηλικία συνταξιοδότησης |
ejecución de la MTM | επίδοση-ΜΤΜ |
el Acuerdo Central Danés sobre tecnología | κεντρική τεχνολογική συμφωνία της Δανίας |
el número, retribución y distribución de los empleos | ο αριθμός,η αμοιβή και η κατανομή των θέσεων |
empleo en el exterior de la explotación | δραστηριότητα εκτός γεωργικής εκμετάλλευσης |
empleo en la administración pública | απασχόληση στη δημόσια διοίκηση |
enfoque preventivo de la seguridad | προληπτική προσέγγιση της ασφάλειας |
equipo de protección de la piel | εξοπλισμός για την προστασία του δέρματος |
equipo de protección individual para uso particular contra la intemperie | μέσο ατομικής προστασίαςΜΑΠχρησιμοποιούμενο όχι επαγγελματικά για την προστασία από δυσμενείς καιρικές συνθήκες |
equipo de protección para prevenir el ahogamiento | μέσα ατομικής προστασίας με σκοπό την πρόληψη πνιγμών |
estanqueidad a la radiación de la montura | στεγανότητα του σκελετού στις ακτινοβολίες |
estanqueidad en la cara | στεγανότητα στο πρόσωπο |
estudio de la gestión de carreras | μελέτη για τη διαχείριση των σταδιοδρομιών |
estudio de tiempos con el cronómetro | χρονομετρημένη μελέτη |
estudio orientado hacia el mundo laboral | σπουδές προσανατολισμένες προς τον κόσμο της εργασίας |
Federación Europea de Trabajadores de la Madera y la Construcción | Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εργατών Ξύλου και Οικοδομής |
flexibilidad de la jornada laboral | ελαστικότητα του χρόνου εργασίας |
flexibilidad interna de la empresa | εσωτερική ευελιξία της επιχείρησης |
Fondo especial para la defensa del empleo | Ειδικό Ταμείο για τη διασφάλιση της απασχόλησης |
formación en el puesto de trabajo | επιτόπια εκπαίδευση |
formación transnacional para la gestión de la innovación | κατάρτιση στον τομέα της διαχείρισης των καινοτομιών σε διακρατικό επίπεδο |
grado de atenuación que proporciona el equipo de protección individual | βαθμός εξασθένισης του δυσμενούς παράγοντα που παρέχουν τα ΜΑΠ |
grado de impermeabilidad de la pieza facial | βαθμός στεγανότητας της προσωπίδας |
gratificación sobre el sueldo | αποζημίωση αντισταθμιστική μισθού |
gratificación sobre el sueldo | αντιμισθία |
grupo de altos responsables de la inspección del trabajo | ομάδα ανωτέρων επιθεωρητών εργασίας |
Grupo de trabajo para el fomento de las estructuras de participación de los trabajadores | σύνδεσμος εργασίας για την προώθηση της συμμετοχής των εργαζομένων στις επιχειρήσεις |
higiene de la industria de la construcción | υγιεινή της οικοδομικής βιομηχανίας |
horas de disponibilidad para el trabajo | διάρκεια βάρδιας |
impacto sobre el talón del pie | πρόσκρουση πάνω στη φτέρνα |
incrementar la cotización de los trabajadores | αύξηση των συνεισφορών των εργαζομένων |
incremento de la participación de las mujeres en el empleo | αύξηση της απασχόλησης των γυναικών |
indemnización sobre el sueldo | αντιμισθία |
indemnización sobre el sueldo | αποζημίωση αντισταθμιστική μισθού |
informe de la Comisión El empleo en Europa | έκθεση της Επιτροπής |
Iniciativas Locales para la Creación de Empleos | Τοπικές πρωτοβουλίες για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης |
instalaciones de la nave de cambio | εγκαταστάσεις αποδυτηρίων |
instrumento de ayuda para la orientación | μηχανισμός παροχής συμβουλών |
interrupción en el trabajo | χαμένος χρόνος εργασίας |
interrupción en el trabajo | νεκρός χρόνος |
jefe de la explotación | αρχηγός γεωργικής εκμετάλλευσης |
la formación y perfeccionamiento profesionales | επαγγελματική εκπαίδευση και επιμόρφωση |
la liberalización de los movimientos de los trabajadores | η ελευθέρωση της διακινήσεως των εργαζομένων |
la mano de obra | το εργατικό δυναμικό |
la profesión para la que los trabajadores en paro fueron reconvertidos | το επάγγελμα για το οποίο οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι σε ανεργία επανεκπαιδεύθησαν |
la retribución de los trabajadores | η αμοιβή των εργαζομένων |
las disposiciones generales del presente Tratado relativas a la liberalización de los servicios | οι γενικές διατάξεις της παρούσης συνθήκης περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών |
las medidas no prejuzgarán la aplicabilidad de las disposiciones | τα μέτρα αυτά δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων |
ley sobre la formación de los salarios | νόμος περί διαμορφώσεως των μισθών |
Libro verde sobre la contratación ilegal | Πράσινο Βιβλίο "Παράνομη εργασία" |
limitación de la libertad de movimientos | περιορισμός της ελευθερίας κινήσεων |
limitación del tiempo de servicio para el personal de aire | περιορισμός του χρόνου εργασίας του ιπτάμενου προσωπικού |
los obstáculos a la libre circulación de personas | τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων |
mala evacuación de la transpiración | κακή απορρόφηση της εφίδρωσης |
manipulación de moldes en la industria cerámica | χειρισμός καλουπιών στην κεραμοποιία |
mantenimiento del casco sobre la cabeza | συγκράτηση του κράνους στο κεφάλι |
marco comunitario para el empleo | κοινοτικό πλαίσιο για την απασχόληση |
medio de protección de la piel | προστατευτικό μέσο του δέρματος |
microclima bajo la máscara | μικροκλίμα κάτω από την προσωπίδα |
muestreo de la actividad | μέθοδος στιγμιαίων παρατηρήσεων |
no discriminación por razón de la nacionalidad | απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης λόγω ιθαγένειας |
normativa sobre el registro de los desempleados en la oficina de empleo | υποχρέωση των ανέργων να υπογράφουν καθημερινά |
notificación de baja en el trabajo | ειδοποίηση περί παύσεως της εργασίας |
ocular resistente a la abrasión | προσοφθάλμιο σύστημα ανθεκτικό στη φθορά λόγω τριβής |
Oficina del Empleo de la Mano de Obra | Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού |
operario de máquinas para la transformación de papel, cartón y/o derivados | τεχνίτης κατασκευής προϊόντων συσκευασίας |
organismo que suministra material para la normalización | συνεργαζόμενος οργανισμός τυποποίησης |
organismo que suministra material para la normalización | προτείνων οργανισμός |
organización de la formación | οργάνωση της κατάρτισης |
Pacto por el Empleo | συμμαχία για την απασχόληση |
parado involuntario a la búsqueda de un empleo | ακουσίως άνεργος σε αναζήτηση εργασίας |
participación directa en el cambio organizativo | άμεση συμμετοχή στην οργανωτική μεταβολή |
pausa en el trabajo | νεκρός χρόνος |
pausa en el trabajo | χαμένος χρόνος εργασίας |
periodos para la higiene personal y cambio de vestimenta | χρόνος προετοιμασίας για την εργασία |
personal de vuelo en la aviación | ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας |
período por el que ha sido destacadauna persona | περίοδος αποσπάσεως |
pintura en el taller | επίστρωση χρώματος στο συνεργείο |
pintura en el taller | βάψιμο στο εργοστάσιο |
plan de acción nacional para el empleo | εθνικό πρόγραμμα δράσης για την απασχόληση |
polarización de la mano de obra | πόλωση της εργασίας |
preparación para la adaptación personal | εκπαίδευση για προσωπική προσαρμογή |
prima de aumento de la productividad | πριμ αύξησης της παραγωγικότητας |
Primer programa conjunto de investigación en materia de seguridad en las industrias de la CECA | Πρώτο κοινό πρόγραμμα έρευνας στον τομέα της ασφάλειας στις βιομηχανίες της ΕΚΑΧ |
principio de gestión de la seguridad | φιλοσοφία περί διαχείρισης των κινδύνων |
procedimiento de limpieza recomendado por el fabricante | διαδικασία καθαρισμού συνιστώμενη από τον κατασκευαστή |
Programa Común tendente a favorecer el Intercambio de Jóvenes Trabajadores en la Comunidad | Κοινό πρόγραμμα με σκοπό να ευνοηθεί η ανταλλαγή νέων εργαζομένων στην Κοινότητα |
Programa de acción comunitario a medio plazo para la igualdad de oportunidades entre hombres y mujeres | Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών |
Programa de Acción para el Incremento del Empleo | Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της απασχόλησης |
programa de formacion continuada de los trabajadores en la empresa | πρόγραμμα συνεχούς κατάρτισης των μισθωτών στις επιχειρήσεις |
programa destinado a mejorar el nivel de seguridad, higiene y salud en el trabajo, en particular en las pequeñas y medianas empresas | Πρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις |
programa para la creación de empleo | πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων απασχόλησης |
progresión de la carrera | εξέλιξη σταδιοδρομίας |
protagonista de la formación profesional | φορέας επαγγελματικής κατάρτισης |
protección contra el aprisionamiento | προστασία των ζωνών που παρουσιάζουν κινδύνους σφήνωσης |
protección de la cabeza | προστατευτικό κεφαλής |
protección de los trabajadores contra el ruido | προστασία των μισθωτών από το θόρυβο |
Protocolo de 1990 relativo al Convenio relativo al trabajo nocturno de las mujeres empleadas en la industria | Πρωτόκολλο του 1990 στη Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας γυναικών", 1948 |
Protocolo de 1990 relativo al convenio revisado sobre el trabajo nocturno mujeres, 1948 | Πρωτόκολλο του 1990 στη Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας γυναικών", 1948 |
proyectos que tiendan a la creación de nuevas actividades | σχέδια που αποσκοπούν στη δημιουργία νέων δραστηριοτήτων |
prueba de la relación laboral | απoδεικτικό στοιχείο της εργασιακής σχέσης |
pérdida de carga en la inspiración | πτώση πίεσης κατά την εισπνοή |
recobrar la aptitud para el trabajo | ικανός να αναλάβω εκ νέου εργασία |
reconocimiento de los ruidos informativos en relación con el trabajo | αναγνώριση θορύβων πληροφόρησης σχετικά με την εργασία |
reconocimiento recíproco de los certificados nacionales de conducción de buques para el transporte | αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών πιστοποιητικών πλοήγησης |
reconversión fuera de la empresa | εξωτερική μετατροπή |
recuperar la aptitud para el trabajo | ικανός να αναλάβω εκ νέου εργασία |
reducción de la cotizaciones de seguridad social | μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης |
reducción de la jornada laboral | μείωση των ωραρίων |
reducción de la jornada laboral | μείωση του χρόνου εργασίας |
rendimiento de la mano de obra | απόδοση |
renuncia a la profesión | παύση της επαγγελματικής δραστηριότητας |
renuncia a la profesión | εγκατάλειψη του επαγγέλματος |
repercusión sobre el empleo | επιπτώσεις στην απασχόληση |
requisito de la función oficial | απαιτήσεις του θεσμοθετημένου έργου |
resistencia de la suela al deslizamiento | αντίσταση της σόλας στο γλίστρημα |
resistencia de la suela al uso | αντίσταση στην κόπωση της σόλας |
régimen de ayuda para la contratación de jóvenes titulados | ενίσχυση για την πρόσληψη νέων διπλωματούχων |
régimen de interrupción de la actividad profesional | καθεστώς διακοπής της σταδιοδρομίας |
salario mínimo establecido por el Estado | κατώτατος μισθός που καθορίζεται από το κράτος |
satisfacción en el trabajo | επαγγελματική ικανοποίηση |
segregación en el empleo | διαχωρισμός της αγοράς εργασίας |
segregación en el empleo | επαγγελματικός διαχωρισμός |
seguridad en la salida | ασφάλεια εξόδου |
servicio de higiene en el trabajo | υπηρεσία υγιεινής της εργασίας |
Servicio estatal para la mediación laboral | Οργανισμός Υπερποντίων Κοινωνικών Ασφαλίσεων |
sistema comunitario de documentación sobre el empleo | κοινοτικό σύστημα τεκμηρίωσης σχετικά με την απασχόληση |
sobrepresión en la zona respiratoria | υπερπίεση στην αναπνευστική ζώνη |
subempleo en la agricultura | γεωργική υποαπασχόληση |
tiempo de disponibilidad en el trabajo | υποχρέωση διαθεσιμότητας |
traba mínima para el usuario | ελάχιστη παρενόχληση του χρήστη |
trabajador destinado en el extranjero por la empresa | εργαζόμενος που αποσπάται στο εξωτερικό από την επιχείρηση |
trabajador manual de la industria del acero | χειρωνάκτης εργαζόμενος της βιομηχανίας χάλυβα |
trabajo dependiente de la máquina | ημιαυτοποιημένη εργασία |
tropiezo en el dispositivo de enlace | πρόσκρουση στη διάταξη σύνδεσης |
umbral de resistencia a la tracción | όριο αντοχής στην έλξη |
Unión de Confederaciones de la Industria y de los Empleadores de Europa | ΄Ενωση των συνομοσπονδιών βιομηχανιών και εργοδοτών της Ευρώπης |
Unión de Confederaciones de la Industria y de los Empleadores de Europa | ΄Ενωση Βιομηχανιών της ΕΚ |
Unión de Industrias de la Comunidad Europea | ΄Ενωση Βιομηχανιών της ΕΚ |
Unión de Industrias de la Comunidad Europea | ΄Ενωση των συνομοσπονδιών βιομηχανιών και εργοδοτών της Ευρώπης |
variación de la atenuación con la frecuencia | μεταβολή της εξασθένησης με τη συχνότητα |
vestuario de cambio de la zona de descontaminación | αποδυτήρια εντός της περιοχής ραδιενεργού απορρυπάνσεως |
vinculación con el mercado de trabajo | διασύνδεση με την αγορά εργασίας |
vincular la remuneración al aumento de la productividad | σύνδεση των αμοιβών με την αύξηση της παραγωγικότητας |
vincular los salarios a los resultados de la empresa | συνδέω τους μισθούς με την απόδοση της επιχείρησης |
zapato con protección complementaria en la puntera | υποδήματα με συμπληρωματική προστασία του άκρου του ποδιού |