DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Insurance containing invalidez | all forms | exact matches only
SpanishGreek
agravación de la invalidezεπιδείνωση αναπηρίας
ayuda por invalidezπαροχές αναπηρίας
ayuda por invalidezαποζημίωση αναπηρίας
baremo de porcentaje por invalidezπίνακας ποσοστών ανικανοτήτων
beneficiario de una pensión de invalidezδικαιούχος μιας αναπηρικής σύνταξης
caja auxiliar del seguro de enfermedad-invalidezΕπικουρικό Ταμείο ασφάλισης ασθένειας-αναπηρίας
cuantía de las prestaciones por invalidezποσό των παροχών αναπηρίας
fondo de invalidezΤαμείο ανικανότητας για εργασία
grado de invalidezκατηγορία αναπηρίας
grado de invalidezποσοστό αναπηρίας
invalidez parcialμερική ανικανότητα για εργασία
invalidez permanenteδιαρκής ανικανότητα για εργασία
invalidez prolongadaμακρόχρονη ανικανότητα
pensión de invalidezαναπηρικό εισόδημα
porcentaje de invalidezποσοστό αναπηρίας
prestaciones de invalidezπαροχές αναπηρίας
prestación de invalidezαποζημίωση αναπηρίας
prestación de invalidezπαροχές αναπηρίας
prestación por invalidezαποζημίωση αναπηρίας
prestación por invalidezπαροχές αναπηρίας
régimen de invalidez permanenteασφάλιση διαρκούς αναπηρίας
régimen de invalidez provisionalασφάλιση πρόσκαιρης αναπηρίας
seguro obligatorio de vejez e invalidezασφάλιση εργατών για τα γηρατειά και την αναπηρία