DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Law containing efecto | all forms | exact matches only
SpanishGreek
dar efecto retroactivoπαρουσιάζω ένα αναδρομικό αποτέλεσμα
dejar de surtir efectoπαύουν να ισχύουν
descripción a efectos de denegación de entradaκαταχώριση με σκοπό την απαγόρευση εισόδου
descripción a efectos de denegación de entradaκαταχώριση με σκοπό την άρνηση εισόδου
directiva que tenga efecto directoοδηγία που έχει άμεσο αποτέλεσμα
disposición que ha perdido su efecto preventivoδιάταξη η οποία έχασε τον αποτρεπτικό της χαρακτήρα
efecto acumulativo de una nueva imposicionσωρευτική επíπτωση νέας φορολογíας
efecto de bloqueoαπαγορευτικό αποτέλεσμα
efecto de cosa juzgadaτελεσιδικία
efecto de cosa juzgadaδεδικασμένο
efecto del contratoσκοπός της σύμβασης
efecto del derecho de prioridadαποτέλεσμα του δικαιώματος προτεραιότητας
efecto devolutivoμεταβιβαστικό αποτέλεσμα
efecto in futurumισχύς για το μέλλον
efecto jurídicoέννομο αποτέλεσμα
efecto jurídicoνομικές συνέπειες
efecto jurídico obligatorioδεσμευτικό νομικό αποτέλεσμα
efecto preventivoπροληπτική λειτουργία
efecto retroactivoαναδρομική ισχύς; αναδρομικό αποτέλεσμα; αναδρομικότητα
efecto retroactivo de la caducidad o de la nulidadαναδρομικό αποτέλεσμα της έκπτωσης ή της ακυρότητας
efecto sobre el comercio entre Estados miembrosεπηρεασμός του εµπορίου µεταξύ των κρατών µελών
efecto territorialεδαφικές συνέπειες
efecto tijerasεπιπτώσεις ψαλίδας
efectos colateralesδευτερογενείς συνέπειες
efectos del reglamento declarado nuloαποτελέσματα του ακυρωθέντος κανονισμού
efectos frente a tercerosτο αντιτάξιμο έναντι των τρίτων
efectos frente a tercerosαποτελέσματα έναντι τρίτων
efectos inducidosδευτερογενείς συνέπειες
el recurso interpuesto ante el Tribunal de Justicia carece de efecto suspensivoη προσφυγή στο Δικαστήριο δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα
el recurso tiene efecto suspensivoη προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα
fecha en que empezará a surtir efecto una notificaciónαποτελέσματα της κοινοποίησης
formalidad preceptiva a efectos de reconocimiento y de ejecuciónαπαραίτητη διαδικασία για την αναγνώριση και την εκτέλεση
limitación del efecto en el tiempoπεριορισμός του διαχρονικού αποτελέσματος
momento en que surte efecto la transmisión de la protección comunitariaέναρξη ισχύος της μεταβίβασης κοινοτικού δικαιώματος
nivel sin efecto derivadoπαράγωγο επίπεδο χωρίς επιπτώσεις
no llevar a efecto las recomendaciones del Consejoμην εφαρμόζω τις συστάσεις του Συμβουλίου
no presentación de documentos y de libros a efectos de inspecciónμη εμφάνιση αποδεικτικών στοιχείων κατά τον έλεγχο
nulo y sin efectosάκυρος
recurso con efecto suspensivoπροσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα
sin efectoδεν παράγω αποτελέσματα
surtir efectoεπιφέρω αποτέλεσμα
surtir efectoτίθεμαι σε ισχύ' επέρχεται το αποτέλεσμα
surtir efecto resoluciónγεννά αποτελέσματα; τίθεται σε ισχύ; ισχύει
surtir efectoισχύω
surtir efectosτίθεμαι σε ισχύ' επέρχεται το αποτέλεσμα
tener efectos ilimitadamente retroactivosέχω απεριόριστη αναδρομική ισχύ