DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Chemistry containing efecto | all forms | exact matches only
SpanishGreek
combustión con efecto plateauκαύση ανεπιρρέαστη από πίεση
compresor alternativo de pistón de doble efectoπαλινδρομικός συμπιεστής διπλής ενεργείας
compresor alternativo de pistón de simple efectoπαλινδρομικός συμπιεστής απλής ενεργείας
concentración con efecto mínimo observadoκατώτατη συγκέντρωση στην οποία παρατηρούνται επιπτώσεις
concentración más baja con efecto adverso observadoκατώτατη συγκέντρωση στην οποία παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
concentración prevista sin efectoπροβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιπτώσεις
concentración sin efecto adverso observadoσυγκέντρωση στην οποία δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
concentración sin efecto observadoσυγκέντρωση μη παρατηρούμενης επίδρασης
contador por efecto Coandaροόμετρο με φαινόμενο Coanda
efecto adversoδυσμενής επίπτωση
efecto agudoοξεία επίπτωση
efecto de la luzεπίδραση του φωτός
efecto de las sustancias químicas entre distintos mediosπολύτροπη επίδραση των χημικών ουσιών
efecto de paredεπίδραση τοιχώματος
efecto de separaciónφαινόμενο διαχωρισμού
efecto de ánodoανοδικό φαινόμενο
efecto del estrato de óxido sobre la formación de escalones de deslizamientoεπίδραση του στρώματος οξειδίου στην μεφάνιση βαθμίδας ολίσθησης
efecto marteléσφυρήλατη εμφάνιση
efecto metalizadoμεταλλική εμφάνιση
efecto peligrosoπαράμετρος κινδύνου
efecto rompedorσυντριπτικό αποτέλεσμα
efecto rompedorεκρηκτικό αποτέλεσμα
efecto rompedorδιαρρηκτικό αποτέλεσμα
efecto Tyndallφαινόμενο Tyndall
nivel con efecto mínimo observadoκατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις
nivel derivado con efecto mínimoπαράγωγο επίπεδο με ελάχιστες επιπτώσεις
nivel más bajo con efecto adverso observadoκατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
nivel sin efecto adverso observadoεπίπεδο μη παρατήρησης δυσμενών επιδράσεων
nivel sin efecto observadoεπίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται επιδράσεις
precipitación en el contorno de los granos comparable al efecto del endurecimiento secundarioκατακρήμνιση στα όρια των κόκκων,συγκρίσιμη με δευτερογενή σκλήρυνση
propulsante con efecto plateauπροωθητική ύλη καύσης ανεπιρρέαστη από πίεση