DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Economy containing cargas | all forms | exact matches only
SpanishGreek
capacidad de cargaικανότητα φόρτωσης
carga de los interesesμέρος των τόκων
carga de prefinanciaciónεπιβάρυνση προχρηματοδότησης
carga familiarοικογενειακό βάρος
carga por ejeφορτίο ανά άξονα
carga útilωφέλιμο φορτίο
cargas anormales de jubilación que afecta a una empresa públicaευθύνη των εξόδων για μη κανονικές χορηγήσεις συντάξεων που βαρύνουν τις δημόσιες επιχειρήσεις
cargas burocráticasδιοικητικός φόρτος εργασίας
cargas burocráticasδιοικητικός φόρτος
cargas burocráticasυπερβολικά διοικητικά βάρη
cargas burocráticasγραφειοκρατία
cargas de explotación de los productoresκόστος λειτουργίας των παραγωγικών μονάδων
cargas de infraestructuraδαπάνες υποδομής
cargas de infraestructuraέξοδα υποδομής
cargas fijasπάγια επιβάρυνση
cargas proporcionalesαναλογικές επιβαρύνσεις
cargas salariales del empleadorεργατικό κόστος που βαρύνει τους εργοδότες
empresas públicas que soportan cargas de jubilación anormalmente altasδημόσιες επιχειρήσεις που βαρύνονται με δυσανάλογα υψηλές δαπάνες συντάξεων
gastos de cargaφορτωτικά
pagos que tengan como objetivo cubrir las cargas anormales de jubilaciónπληρωμές του δημοσίου που προορίζονται να καλύψουν μη κανονικές συνταξιοδοτικές δαπάνες
Programa de Acción para la Reducción de las Cargas Administrativas en la Unión EuropeaΠρόγραμμα δράσης για τη μείωση του διοικητικού φόρτου στην Ευρωπαϊκή Ένωση
tarifa de cargaναυλολόγιο
tipo de interés libre de toda cargaκαθαρό επιτόκιο χωρίς οιαδήποτε επιβάρυνση
vehículo para transporte de cargas pesadasμεταφορικό μέσο μεγάλης χωρητικότητας