DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Business containing capital | all forms | exact matches only
SpanishGreek
acciones o partes del capitalμετοχές ή μερίδια στο κεφάλαιο της μητρικής επιχείρησης
capital personalίδια κεφάλαια
capital personalίδιο κεφάλαιο
capital personalκαθαρή λογιστική θέση
capital propioίδια κεφάλαια
capital propioίδιο κεφάλαιο
capital propioκαθαρή λογιστική θέση
capital suscrito, exigido pero no desembolsadoκεφάλαιο καλυφθέν, ληξιπρόθεσμο αλλά μη καταβεβλημένο
capital y reservasίδιο κεφάλαιο
capital y reservasκαθαρή λογιστική θέση
convertir en capitalκεφαλαιοποιώ
derechos poseidos en el capitalδικαιώματα στο κεφάλαιο
sociedad de capitalκεφαλαιουχική εταιρία κατά μετοχές
sociedad de capitalκεφαλαιουχική εταιρία