Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Korean
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Swedish
Turkish
Terms
for subject
Finances
containing
básicas
|
all forms
|
exact matches only
Spanish
Greek
actividad bancaria
básica
βασική τραπεζική εργασία
actos
básicos
sectoriales
βασικές κατά τομείς πράξεις
cuadro
básico
πίνακας που περιέχει αποδεικτικό υλικό
entidad de crédito
básica
κύριο πιστωτικό ίδρυμα
mejora de las infraestructuras económicas
básicas
para alcanzar un nivel aceptable
βελτίωση της βασικής οικονομικής υποδομής
pago compensatorio
básico
βασική αντισταθμιστική πληρωμή
permuta
básica
de rendimiento total
Βασικές συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης
permuta de rendimiento total no
básica
Βασικές συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης
personal
básico
βασικό προσωπικό
personal
básico
Στελέχη
probabilidad
básica
de pérdidas
μέση πιθανότητα ζημίας
probabilidad
básica
de pérdidas
μέση πιθανότητα απωλειών
programa
de financiamiento
básico
πρόγραμμα βασικών δανείων
recursos propios
básicos
κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
requisito
básico
ουσιώδης απαίτηση
régimen
básico
obligatorio
υποχρεωτικό βασικό σύστημα
servicio postal "
básico
"
"βασική" ταχυδρομική υπηρεσία
superficie
básica
separada
χωριστή βασική έκταση
tasa
básica
βασικό κόμιστρο
tipo
básico
βασικός φορολογικός συντελεστής
tipo
básico
προεξοφλητικό επιτόκιο
tipo
básico
βασικό επιτόκιο
Get short URL