DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Finances containing básicas | all forms | exact matches only
SpanishGreek
actividad bancaria básicaβασική τραπεζική εργασία
actos básicos sectorialesβασικές κατά τομείς πράξεις
cuadro básicoπίνακας που περιέχει αποδεικτικό υλικό
entidad de crédito básicaκύριο πιστωτικό ίδρυμα
mejora de las infraestructuras económicas básicas para alcanzar un nivel aceptableβελτίωση της βασικής οικονομικής υποδομής
pago compensatorio básicoβασική αντισταθμιστική πληρωμή
permuta básica de rendimiento totalΒασικές συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης
permuta de rendimiento total no básicaΒασικές συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης
personal básicoβασικό προσωπικό
personal básicoΣτελέχη
probabilidad básica de pérdidasμέση πιθανότητα ζημίας
probabilidad básica de pérdidasμέση πιθανότητα απωλειών
programa de financiamientobásicoπρόγραμμα βασικών δανείων
recursos propios básicosκεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
requisito básicoουσιώδης απαίτηση
régimen básico obligatorioυποχρεωτικό βασικό σύστημα
servicio postal "básico""βασική" ταχυδρομική υπηρεσία
superficie básica separadaχωριστή βασική έκταση
tasa básicaβασικό κόμιστρο
tipo básicoβασικός φορολογικός συντελεστής
tipo básicoπροεξοφλητικό επιτόκιο
tipo básicoβασικό επιτόκιο