DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Agriculture containing asurcando | all forms
SpanishGreek
labor asurcandoόργωμα που αρχίζει από την περιφέρεια προς το κέντρο και αναστρέφει το χώμα προς τις πλευρές του αγρού
tomate asurcadoτομάτα με ραβδώσεις