Subject | French | Greek |
med., life.sc. | absorption dermique des produits chimiques | πρόσληψη χημικών ουσιών από το δέρμα |
gen. | Accord concernant les produits horlogers entre la Communauté économique européenne ainsi que ses Etats membres et la Confédération suisse | Συμφωνία περί προϊόντων ωρολογοποιίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και των κρατών μελών της και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας |
commer., polit., met. | Accord entre la Communauté européenne du charbon et de l'acier et le gouvernement de la Fédération de Russie relatif au commerce de certains produits sidérurgiques | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και της κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας σχετικά με το εμπόριο ορισμένων προϊόντων χάλυβα |
textile | Accord entre la Communauté européenne et la République de Serbie sur le commerce de produits textiles | σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Σερβίας για το εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
gen. | Accord entre la Communauté européenne et Malte sur l'évaluation de la conformité et l'acceptation des produits industriels ACAA | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Μάλτας σχετικά με τη διαπίστωση της συμμόρφωσης και την αποδοχή βιομηχανικών προϊόντων ΣΔΣΑ |
market. | Accord entre la Communauté européenne etnom du paysrelatif au commerce des produits textiles | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας καιόνομα χώραςγια το εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
health., environ. | Accord européen sur la limitation de l'emploi de certains détergents dans les produits de lavage et de nettoyage | Ευρωπαϊκή Συμφωνία σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων απορρυπαντικών που περιέχονται στα προϊόντα πλύσης και καθαρισμού |
interntl.trade., UN | Accord portant création du Fonds commun pour les produits de base | Συμφωνία ίδρυσης του Κοινού Ταμείου Βασικών Προϊόντων |
gen. | accord sur l'évaluation de la conformité et l'acceptation des produits industriels | συμφωνία σχετικά με τη διαπίστωση της συμμόρφωσης και την αποδοχή |
account. | addition à la valeur des actifs non financiers non produits | προσθήκες στην αξία μη παραχθέντων μη χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων |
agric. | aide à l'écoulement des alcools produits | ενίσχυση για τη διάθεση της παραγόμενης αλκοόλης |
fin. | ajouter d'autres produits à cette liste dans la limite de 2 % | προσθέτει και άλλα προ2bόντα στον πίνακα αυτόν μέχρι ποσοστού 2% |
environ., chem. | ajouter des produits antidétonants à l'essence sous forme de combinaisons plomb-alcoyle | στη βενζίνη προστίθενται αλκύλια του μολύβδου ως αντικροτικά |
gen. | allocation des produits | καταλογισμός των εσόδων |
agric. | aménagement à produit intermittent | διαχείρησις περιοδικών καρπώσεων |
chem., el. | analyse des produits de combustion | ανάλυση καπνού |
med. | appareil produisant des brouillards chargés électriquement ou ionisés | μηχάνημα παραγωγής αχλύος με ηλεκτρική φόρτιση ή ιονισμό |
commun. | appareil à produit fusible | συσκευή με εύτηκτη ύλη |
agric., chem. | apparition de phénomènes similaires à ceux produits par l'effet muscarinique et l'effet nicotinique | η εμφάνιση φαινομένων όμοιων με αυτά που προκαλούνται από τη μουσκαρίνη και τη νικοτίνη |
mater.sc. | aptitude au collage ou à la coalescence du produit | κολλώδης τάση ή τάση συσσωμάτωσης του προϊόντος |
law | Arrangement concernant la classification internationale des produits et services aux fins de l'enregistrement des marques | Συμφωνία σχετικά με τη διεθνή κατάταξη των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών για τους σκοπούς της κατάθεσης των σημάτων |
patents. | Arrangement de Nice concernant la classification internationale des produits et des services aux fins de l'enregistrement des marques | Συμφωνία της Νίκαιας που αφορά τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώρηση σημάτων |
fin. | Association des Produits à Marché | Σύνδεσμος προϊόντων αγοράς |
fin., account. | autres valeurs immobilisées,charges payées d'avance et produits à recevoir | άλλα στοιχεία ενεργητικού,προπληρωμένα έξοδα και δεδουλευμνο κεφάλαιο |
fin., account. | autres valeurs immobilisées,charges payées d'avance et produits à recevoir | άλλες εισπράξεις |
fin., account. | autres valeurs immobilisées,charges payées d'avance et produits à recevoir | διάφορα έξοδα |
fin., account. | autres valeurs immobilisées,charges payées d'avance et produits à recevoir | άλλα στοιχεία ενεργητικού και επιβαρύνσεις μελλοντικών χρήσεων |
stat., agric. | besoins en produits alimentaires | ανάγκες σε τρόφιμα |
commer., polit. | calculer l'élément mobile à appliquer en proportion du poids net du produit présenté au dédouanement | υπολογίζω τα μεταβλητά στοιχεία κατ' αναλογία με το καθαρό βάρος του προϊόντος που υποβάλλεται σε εκτελωνισμό |
health., food.ind. | ce produit du tabac peut nuire à votre santé et créer une dépendance | αυτό το προϊόν καπνού μπορεί να βλάψει την υγεία σας |
transp., nautic., environ. | Certificat international d'aptitude pour le transport en vrac de produits chimiques dangereux | διεθνές πιστοποιητικό συμμορφώσεως για τη μεταφορά επικίνδυνων χημικών ουσιών χύδην |
gen. | ces produits sont ajoutés à la liste A | τα προ2bόντα αυτά προστίθενται στον πίνακα A |
stat. | classificationstatistiquedes produits associée aux activités dans la Communautééconomique européenne | συvαρτώμεvη πρoς τις δραστηριότητες στατιστική ταξιvόμηση πρoiόvτωv στηvΕυρωπαiκή ΟικovoμικήΚoιvότητα |
account. | classification statistique des produits associée aux activités | Ταξινόμηση προϊόντων κατά δραστηριότητα |
gen. | clé du produit national brut | Κλείς ακαθάριστου εθνικού προϊόντος |
gen. | cofinancement d'achats de produits alimentaires | συγχρηματοδότηση της αγοράς τροφίμων |
gen. | colis de produits détaxés | δέμα αφορολόγητων ειδών |
environ., tech. | colles et mastics (y compris produits d'étanchéité | κόλλες και στεγανωτικά υλικά περιλαμβάνονται και υδατοστεγανωτικά προϊόντα |
polit. | Comité consultatif pour la mise en oeuvre du programme de mesures et d'actions spécifiques visant à améliorer l'accès des produits et des services transfrontaliers de l'Union européenne au marché japonais 1999-2001 | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή ενός προγράμματος ειδικών μέτρων και δράσεων για τη βελτίωση της πρόσβασης των προϊόντων και διασυνοριακών υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ιαπωνική αγορά 1999-2001 |
gen. | Comité consultatif pour le mécanisme de sauvegarde transitoire applicable aux importations de certains produits de la République populaire de Chine | Σημβουλευτική επιτροπή για το μεταβατικό μηχανισμό διασφάλισης ανά προϊόν όσον αφορά τις εισαγωγές, καταγωγής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας |
gen. | Comité consultatif pour le système communautaire d'information sur les accidents dans lesquels sont impliqués des produits de consommation | Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Σύσταση Κοινοτικού Συστήματος Ενημέρωσης σχετικά με τα Ατυχήματα στα οποία ενέχονται Καταναλωτικά Προϊόντα |
gen. | Comité consultatif pour le système communautaire d'échange rapide d'informations sur les dangers découlant de l'utilisation de produits de consommation | Συμβουλευτική Επιτροπή για την Καθιέρωση Κοινοτικού Συστήματος γρήγορης Ανταλ- λαγής Πληροφοριών όσον αφορά τους κινδύνους που απορρέουν από τη Χρήση Κατα- ναλωτικών Προϊόντων |
agric. | comité d'application pour les vins aromatisés, les boissons aromatisées à base de vin et les cocktails aromatisés de produits viti-vinicoles | Επιτροπή Εφαρμογής για τους Αρωματισμένους Οίνους, τα Αρωματισμένα Ποτά με βάση τον Οίνο και τα Αρωματισμένα Κοκτέιλς Αμπελοοινικών Προϊόντων |
agric. | Comité de gestion des organisations communes de marchés agricoles - produits transformés à base de fruits et de légumes | επιτροπή διαχείρισης των κοινών οργανώσεων γεωργικών αγορών σχετικά με τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση οπωροκηπευτικά |
gen. | Comité de gestion des plantes vivantes et des produits de la floriculture | Επιτροπή διαχείρισης ζώντων φυτών και προϊόντων ανθοκομίας |
polit., agric. | Comité de gestion des produits transformés à base de fruits et légumes | Επιτροπή Διαχείρισης Μεταποιημένων Προϊόντων με βάση τα Οπωροκηπευτικά |
gen. | Comité de gestion des produits transformés à base de fruits et légumes | Επιτροπή διαχείρισης μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά |
gen. | Comité de gestion du lait et des produits laitiers | Επιτροπή διαχείρισης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων |
gen. | Comité des attestations de spécificité des produits agricoles et des denrées alimentaires | Επιτροπή βεβαιώσεων ιδιοτυπίας των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων |
gen. | Comité des questions horizontales relatives aux échanges de produits agricoles transformés hors annexe I | Επιτροπή των οριζόντιων θεμάτων που αφορούν το εμπόριο μεταποημένων γεωργικών προϊόντων εκτός παραρτήματος Ι |
gen. | Comité du Codex sur les poissons et les produits de la pêche | Επιτροπή του Codex Alimentarius για τους ιχθύς και τα αλιευτικά προϊόντα |
gen. | Comité du régime commun applicable aux importations de produits textiles en provenance de certains pays tiers non couverts par des accords, protocoles ou autres arrangements bilatéraux, ou par d'autres régimes communautaires spécifiques d'importation | Επιτροπή για τους κοινούς κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διακανονισμούς |
gen. | Comité en matière de fixation de teneurs maximales pour les résidus de pesticides sur et dans certains produits d'origine végétale, y compris les fruits et légumes | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, σημπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών |
gen. | Comité permanent pour les produits biocides | Μόνιμη επιτροπή βιοκτόνων |
gen. | Comité permanent pour les produits cosmétiques | Μόνιμη επιτροπή για τα καλλυντικά προϊόντα |
polit. | Comité pour la fourniture de produits agricoles destinés à la population de l'Union soviétique | Επιτροπή τροφοδοσίας γεωργικών προϊόντων με προορισμό τη Σοβιετική Ένωση |
gen. | Comité pour la sécurité générale des produits | Επιτροπή για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων |
gen. | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique des directives visant les produits cosmétiques | Επιτροπή Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Καλλυντικά Προϊόντα |
polit. | Comité pour l'application du système de double contrôle sans limite quantitative à l'exportation de certains produits sidérurgiques relevant des traités CECA et CE pour les pays NEI Ukraine, Fédération de Russie et Kazakhstan ayant conclu un accord sidérurgique avec l'Union européenne 2000-2001 | Επιτροπή για την εφαρμογή συστήματος διπλού ελέγχου χωρίς ποσοτικά όρια όσον αφορά την εξαγωγή ορισμένων προϊόντων χάλυβα καλυπτόμενων από τις συνθήκες ΕΚΑΧ και ΕΚ για τα ΝΑΚ Ουκρανία, Ρωσική Ομοσπονδία και Καζακστάν που έχουν συνάψει συμφωνία για το χάλυβα με την Ευρωπαϊκή Ένωση 2000-2001 |
polit. | Comité pour le contrôle des conditions d'importation de produits agricoles originaires des pays tiers à la suite de l'accident survenu à la centrale nucléaire de Tchernobyl | Επιτροπή ad hoc σχετικά με τους όρους που διέπουν τις εισαγωγές γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ |
agric. | Comité pour le contrôle des conditions d'importation de produits agricoles originaires des pays tiers à la suite de l'accident survenu à la centrale nucléaire de Tchernobyl | Επιτροπή για τον κανονισμό σχετικά με τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ |
gen. | Comité pour le rapprochement des dispositions législatives, réglementaires et administratives des États membres en matière de fabrication, de présentation et de vente des produits du tabac | Επιτροπή για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού |
gen. | Comité pour les produits issus des cétacés | Eπιτροπή προϊόντων προερχομένων από κητοειδή |
gen. | Comité pour l'indication de la consommation des appareils domestiques en énergie et en autres ressources par voie d'étiquetage et d'informations uniformes relatives aux produits | Επιτροπή για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων των οικιακών συσκευών με την επισήμανση και την παροχή ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα |
gen. | Comité relatif aux contrôles de conformité des produits importés de pays tiers aux règles applicables en matière de sécurité des produits | Επιτροπή για του ελέγχους της πιστότητας των προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες προς τους κανόνες που ισχύουν για την ασφάλεια των προϊόντων |
energ.ind., polit. | comité technique des fabricants d'additifs de produits pétroliers en Europe | Τεχνική Επιτροπή των Ευρωπαίων Παρασκευαστών Προσθέτων Πετρελαίου |
gen. | commercialisation des produits à la ferme | εμπορία των προϊόντων στο αγρόκτημα |
gen. | Commission du commerce international des produits de base | Επιτροπή για το Διεθνές Εμπόριο Βασικών Προϊόντων |
forestr., UN | Commission européenne des forêts et produits forestiers | Ευρωπαϊκή Δασική Επιτροπή |
gen. | Commission mixte de l'accord concernant les produits horlogers entre la Communauté économique européenne et la Confédération suisse | Μικτή Επιτροπή για τη Συμφωνία Ωρολογοποιίας ΕΟΚ-Ελβετίας; Μικτή Επιτροπή για τη Συμφωνία σχετικά με τα Προϊόντα της Ωρολογοποιίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονο- μικής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας |
gen. | compensations entre les charges et les produits | συμψηφισμοί μεταξύ των εξόδων και των εσόδων |
med. | comptes de produits | οργανικά έσοδα κατ'είδος |
econ., agric. | consommation de produits de première qualité | κατανάλωση προϊόντων πρώτης ποιότητας |
gen. | contrôle environnemental des produits | περιβαλλοντικός έλεγχος των προϊόντων |
gen. | Convention en matière de prévention, de contrôle et de répression de l'abus, du trafic et de la production illicite de stupéfiants, de substances psychotropes et autres produits chimiques analogues | Σύμβαση σχετικά με την πρόληψη, τον έλεγχο και την αναχαίτηση της κατάχρησης του αθέμιτου εμπορίου και της αθέμιτης παραγωγής ναρκωτικών, ψυχοτρόπων ουσιών και συναφών χημικών μέσων |
gen. | Convention sur la loi applicable à la responsabilité du fait des produits | Σύμβαση για το εφαρμοστέο Δίκαιο σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων |
chem. | Convention sur les produits chimiques, 1990 | Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασία |
chem. | Convention sur les produits chimiques, 1990 | Σύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασία |
gen. | Convention sur l'interdiction ou la limitation de l'emploi de certaines armes classiques qui peuvent être considérées comme produisant des effets traumatiques excessifs ou comme frappant sans discrimination | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα |
gen. | Convention sur l'interdiction ou la limitation de l'emploi de certaines armes classiques qui peuvent être considérées comme produisant des effets traumatiques excessifs ou comme frappant sans discrimination | Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα |
med. | cyto-diagnostic sur produits de desquamation | κυτταροδιαγνωστική από προϊόντα απολέπισης |
gen. | demi-produit | ημιπροϊόν |
polit. | Direction 2 - Structures agricoles, développement rural, questions agromonétaires et agrofinancières, phytosanitaire, produits biologiques, qualité des aliments, OGM, codex alimentarius, protection des végétaux | Διεύθυνση 2 - Γεωργικές διαρθρώσεις, αγροτική ανάπτυξη, γεωργονομισματικά και γεωργοοικονομικά θέματα, φυτοϋγειονομικά θέματα, βιολογικά προϊόντα, ποιότητα των τροφίμων, ΓΤΟ, Codex Alimentarius, προστασία των φυτών |
fin., account. | divers à payer,produits perçus d'avance et charges à payer | λογαριασμοί διαφόρων εξόδων,προεισπραττόμενα έσοδα και δεδουλευμένα έξοδα |
gen. | déchets produits par les réacteurs | απόβλητα αντιδραστήρα |
environ. | déchets provenant de la fabrication du verre et des produits verriers | Απόβλητα από την παραγωγή υάλου και υάλινων προϊόντων |
environ. | déchets provenant de la fabrication,de la distribution et de l'utilisationFFDUde produits de revêtementpeintures,vernis et émaux vitrifiés,mastics et encres d'impression | απόβλητα από την παραγωγή,διαμόρφωση,προμήθεια και χρήσηΠΔΠΧεπιστρώσεωνχρώματα,βερνίκια και σμάλτο υάλουστεγανωτικών και μελανών εκτύπωσης |
environ., chem. | déchets provenant de la fabrication,formulation,distribution et utilisationFFDUde produits organiques de base | απόβλητα από την παραγωγή,διαμόρφωση,προμήθεια και χρήσηΠΔΠΧβασικών οργανικών χημικών ουσιών |
market., agric. | engraissement à base d'aliments produits à la ferme | πάχυνση με προϊόντα του αγροκτήματος |
med. | examen avec produit de contraste | ραδιολογική εξέτασις με αδιαφανές μέσο |
med. | examen cytobactériologique des produits d'expectoration | κυτταροβακτηριολογική εξέταση υλικών απόχρεμψης |
gen. | exposition de produits et matériels dentaires | έκθεση οδοντιατρικών προϊόντων και υλικού |
econ. | flux de produits fatals ordinaires | κοινά υποπροϊόντα |
econ. | Fonds commun pour les produits de base | Κοινό Ταμείο Βασικών Προϊόντων |
econ., industr., UN | Fonds commun pour les produits de base | κοινό ταμείο για τα προϊόντα βάσης |
fish.farm. | Fonds d'intervention et d'organisation des marchés des produits de la pêche maritime et des cultures marines | Ταμείο Παρέμβασης και Οργάνωσης των Αγορών Προϊόντων Αλιείας και Θαλάσσιων Καλλιεργειών |
fin., agric. | Fonds d'organisation et régulation des prix et produits agricoles | Ταμείο Σταθεροποίησης των Γεωργικών Προϊόντων και Τιμών |
gen. | Fora internationaux relatifs aux produits de base | διεθνή συνέδρια για τα βασικά προϊόντα |
agric. | fourrage produit à la ferme | ζωοτροφή παραγόμενη στο αγρόκτημα |
gen. | Fédération des industries des produits intermédiaires pour la boulangerie et la pâtisserie de l'EEE | Ομοσπονδία βιομηχανιών πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής του ΕΟΧ |
gen. | Fédération internationale des associations de fabricants de produits d'entretien | Διεθνής Ομοσπονδία Ενώσεων Κατασκευαστών Απορρυπαντικών Προϊόντων |
fin., food.ind. | groupe de négociation sur les produits tropicaux | Διαπραγματευτική Ομάδα Προϊόντων Τροπικών Χωρών |
commer., environ. | groupe de travail d'experts et "Etiquetage des produits favorables à l'environnement" | ομάδα εργασίας εμπειρογνωμόνων με θέμα την οικοσήμανση |
gen. | Groupe "Produits de base" | Ομάδα "Βασικά προϊόντα" |
gen. | Groupe "Produits d'origine animale" Viande ovine et caprine | Ομάδα "Ζωικά προϊόντα αίγειο και πρόβειο κρέας |
gen. | Groupe "Produits pharmaceutiques et dispositifs médicaux" | Ομάδα "Φαρμακευτικά προϊόντα και ιατροτεχνολογικά προϊόντα" |
gen. | Groupe "Produits végétaux spécialisés" Fibres textiles | Ομάδα "Ειδικευμένα φυτικά προϊόντα" Υφαντικές ίνες |
obs., agric., textile | Groupe "Produits végétaux spécialisés et fibres textiles" Coton | Ομάδα "Ειδικευμένα φυτικά προϊόντα και κλωστοϋφαντουργικές ίνες" Βαμβάκι |
gen. | Groupe "Produits végétaux spécialisés et fibres textiles" Floriculture | Ομάδα "Ειδικευμένα φυτικά προϊόντα" Ανθοκομία |
gen. | Groupe "Promotion des produits agricoles" | Ομάδα "Προώθηση των γεωργικών προϊόντων" |
gen. | groupe scientifique sur les additifs et produits ou substances utilisés en alimentation animale | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
gen. | groupe scientifique sur les additifs et produits ou substances utilisés en alimentation animale | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
gen. | groupe sur les additifs et produits ou substances utilisés en alimentation animale | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
gen. | groupe sur les additifs et produits ou substances utilisés en alimentation animale | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές |
environ. | il est fortement recommandé de ne pas laisser ce produit gagner l'environnement | συνιστάται εντόνως να μην επιτραπεί η διαφυγή της χημικής ουσίας στο περιβάλλον |
gen. | indication des prix des produits non alimentaires | ένδειξη των τιμών των μη εδώδιμων προϊόντων |
health., pharma. | informations sur le produit RCP, étiquetage et notice | Πληροφορίες Προϊόντος Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος (ΠΧΠ), επισήμανση και φύλλο οδηγιών χρήσης |
gen. | innovation en matière de produits et de processus | καινοτομίες των προϊόντων και των διαδικασιών |
gen. | Inventaire européen des produits chimiques commercialisés | ευρωπαϊκό ευρετήριο των χημικών ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο |
market. | investissement brut du produit national | ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου |
market. | investissement brut du produit national | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου |
chem. | ion produit | θυγατρικό ιόν |
health., food.ind. | laboratoire communautaire de référence pour l'analyse et le test du lait et des produits à base de lait | κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για αναλύσεις και δοκιμασίες που έχουν ως αντικείμενο το γάλα και τα προϊόντα του γάλακτος |
nat.sc., agric. | laboratoire communautaire de référence pour l'analyse et le test du lait et des produits à base de lait | κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για για την ανάλυση και τη δοκιμασία του γάλακτος και των προϊόντων με βάση το γάλα |
agric. | lait destiné à la fabrication de produits à base de lait | γάλα που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων με βάση το γάλα |
gen. | le contingentement de ces produits | η ποσόστωση αυτού του προ2bόντος |
coal., mech.eng. | le produit est déversé sur un crible d'égouttage et soumis à un rinçage | το προϊόν αποκενούται επί εσχάρας αποστραγγίσεως και υποβάλλεται εις απόπλυσινξέβγαλμα |
coal., mech.eng. | le tambour Wemco est un appareil à deux produits | το τύμπανον WEMCO είναι συσκευή διαχωρισμού δύο υλικών |
gen. | les produits non destinés à des fins spécifiquement militaires | τα προ2bόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς |
market. | les produits sont admis à la réimportation sur le territoire de ce premier état | τα προ2bόντα δύνανται να επανεισαχθούν στο έδαφος του πρώτου Kράτους |
econ. | ligne spéciale:transferts de produits fatals ordinaires et de produits voisins | ειδική γραμμή:μεταφορές κοινών υποπροϊόντων |
interntl.trade., agric., health. | lutte contre les parasites et les maladies, y compris les mesures générales et les mesures par produit, telles que les systèmes d'avertissement rapide, la quarantaine et l'éradication | έλεγχος παρασίτων και νόσων συμπεριλαμβανομένων των γενικών και ειδικών για κάθε προϊόν μέτρων ελέγχου παρασίτων και νόσων, όπως τα συστήματα έγκαιρης διάγνωσης, η θέση σε απομόνωση και η εξάλειψη |
gen. | législation des produits végétaux | νομοθεσία φυτικών προϊόντων |
gen. | manipulateur mécanique à distance de produits radioactifs | μηχανική διάταξη τηλεχειρισμού ραδιενεργών προϊόντων |
gen. | manipulateur à bras franc pour produits radioactifs | μηχανική διάταξη τηλεχειρισμού ραδιενεργών προϊόντων |
agric. | manipuler le produit à l'abri de l'air | επεξεργασία του προϊόντος απουσία αέρος |
market. | marchandises dans la fabrication desquelles sont entrés des produits qui... | εμπορεύματα στην κατασκευή των οποίων εχρησιμοποιήθησαν προ2bόντα που... |
commer., polit., fin. | marché des produits de base | αγορά πρώτων υλών |
fin. | marché des produits dérivés négociés de gré à gré | αγορά παράγωγων μέσων που διαπραγματεύονται απευθείας μεταξύ αντισυμβαλλομένων |
math. | moment-produit | γινόμενο ροπών |
stat. | moment-produit | μικτή ροπή |
math. | moment-produit | από κοινού ροπή |
gen. | ne jamais verser de l'eau dans ce produit | ποτέ μην προσθέτετε νερό στο προϊόν αυτό |
gen. | ne jamais verser de l'eau dans ce produit | Σ30 |
gen. | ne jamais verser d'eau dans ce produit | ποτέ μη προσθέτετε νερό στο προϊόν αυτό |
gen. | ne se débarasser de ce produit et de son récipient qu'en prenant toutes les précautions d'usage | λάβετε τις απαραίτητες προφυλάξεις προκειμένου να απορρίψετε το προϊόν και τη συσκευασία του |
gen. | ne se débarasser de ce produit et de son récipient qu'en prenant toutes les précautions d'usage | Σ35 |
stat., tech. | nombre de défauts par 100 produits | ελαττώματα ανά εκατοντάδα |
fin. | obligation nominale à option d'achat ou de vente de produit | ονομαστική ομολογία με δυνατότητα αγοράς ή πώλησης προϊόντος |
agric. | organisation commune des marchés dans le secteur des produits transformés à base de fruits et légumes | κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προïόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά |
gen. | pour nettoyer le sol ou les objets souillés par ce produit, utiliser à préciser par le fabricant | Σ40 |
gen. | pour nettoyer le sol ou les objets souillés par ce produit, utiliser à préciser par le fabricant | για τον καθαρισμό του πατώματος και όλων των αντικειμένων που έχουν μολυνθεί απ αυτό το υλικό χρησιμοποιείτε...το είδος καθορίζεται από τον κατασκευαστή |
fin., food.ind. | prix à la consommation des produits alimentaires | τιμή των τροφίμων στην κατανάλωση |
fin. | procéder à la fixation de taux moyens par produits ou groupe de produits | καθορίζουν μέσους συντελεστές κατά προ2bόν ή κατά ομάδα προ2bόντων |
gen. | procédé produisant ou utilisant des rayonnements | διεργασία ακτινοβολίας |
gen. | producteur de produits transformés | μεταποιητική βιομηχανία |
gen. | produire l'original de la pièce | προσκομίζω το πρωτότυπο έγγραφο |
earth.sc., mech.eng. | produit absorbé | απορροφημένο προϊόν |
earth.sc., mech.eng. | produit absorbé | προϊόν απορρόφησης |
earth.sc., mech.eng. | produit absorbé | απορροφημένη ουσία |
environ., agric. | produit activant | επιταχυντικό |
interntl.trade., agric. | produit agricole primaire et ses produits travaillés | πρωτογενές γεωργικό προϊόν και παράγωγό του επεξεργασμένο προϊόν |
food.ind. | produit alimentaire | προϊόντα διατρφής |
food.ind. | produit alimentaire | είδη διατροφής |
food.ind. | produit alimentaire à emporter | φαγητό σε πακέτο |
med. | produit allergène | αλλεργιογόνο |
pharma. | produit anti-convulsivant | αντιεπιληπτικό |
nat.sc., chem. | produit anticryptogamique | αντικρυπτογαμικό προϊόν |
nat.sc., environ., chem. | produit antidétonant | αντικροτικό πρόσθετο |
nat.sc., environ., chem. | produit antidétonant | αντικροτικό προϊόν |
gen. | produit antidétonant | πρόσθετο για την αύξηση του αριθμού οκτανίου |
nat.sc., environ., chem. | produit antidétonant | προσθετικό για την καταπολέμηση της κρουστικής καύσης |
nat.sc., environ., chem. | produit antidétonant | αντικρουστικό πρόσθετο |
nat.sc., environ., chem. | produit antidétonant | αντικροτικό |
pharma. | produit anti-inflammatoire non stéroïdien | μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες |
gen. | produit anti-oxydant | αντιοξειδωτικό |
gen. | produit antirongeur | τρωκτικοκτόνο |
tech., mater.sc. | produit antirouille | αντισκωριακό |
pharma. | produit anti-épileptique | αντιεπιληπτικό |
health., chem. | produit biocide à faible risque | βιοκτόνο περιορισμένου κινδύνου |
chem. | produit blanchissant optique | οπτικό λευκαντικό |
chem. | produit blanchissant optique | λαμπρυντικό |
agric. | produit canalisé jusqu'au sol | κατευθυνόμενη λίπανση |
agric. | produit canalisé jusqu'au sol | άμεση εφαρμογή λιπάσματος |
med. | produit chimiothérapeutique | χημειοθεραπευτικό προϊόν |
chem. | produit chimique conçu à partir de matériaux biologiques | χημικό προϊόν βιολογικής προέλευσης |
gen. | produit chimique dangereux | επικίνδυνη χημική ουσία |
gen. | produit chimique de base | βασικό χημικό προϊόν |
gen. | produit chimique interdit | απαγορευμένη χημική ουσία |
environ., chem. | produit chimique soumis à la procédure CIP | χημική ουσία υποκείμενη στο σύστημα ΣΜΕ |
chem. | produit chimique soumis à la procédure CIP | χημικό προϊόν υποκείμενο στη διαδικασία ΣΜΕ |
environ., chem. | produit chimique soumis à la procédure PIC | χημική ουσία υποκείμενη στο σύστημα ΣΜΕ |
environ., chem. | produit chimique soumis à notification | χημική ουσία υποκείμενη σε κοινοποίηση |
gen. | produit chimique strictement réglementé | χημικό προϊόν αυστηρά περιορισμένης παραγωγής και χρήσης |
gen. | produit chimique transformé | μεταποιημένο χημικό προϊόν |
environ. | produit chimique à haute toxicité | χημικό προϊόν με μεγάλη τοξικότητα |
chem. | produit chimique à l'état commercialement pur | χημικό προϊόν σε κατάσταση εμπορικά καθαρή |
cultur. | produit chimique à usages photographiques | χημικό προϊόν για φωτογραφικές χρήσεις |
market. | produit commercialisé à la pièce | προϊόντα που πωλούνται με το κομμάτι |
fin., tax. | produit composé | σύνθετο προϊόν |
gen. | produit condensé | συμπυκνωμένο προϊόν |
gen. | produit condensé | συμπυκνωμένη χορτονομή |
gen. | produit conventionnel de référence | συμβατικό αντίστοιχο |
chem. | produit céramique à usage calorifuge | θερμομονωτικό κεραμευτικό προϊόν |
agric. | produit céréalier | προϊόν με βάση τα σιτηρά |
earth.sc., mech.eng. | produit d'absorption | απορροφημένο προϊόν |
earth.sc., mech.eng. | produit d'absorption | απορροφημένη ουσία |
econ., construct. | produit d'addition | πρόσθετο υλικό |
gen. | Produit dangereux - mise en libre pratique non autorisée - règlement CEE no | Επικίνδυνο προϊόν - Δεν επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία - Κανονισμός ΕΟΚ αριθ. , |
stat., scient. | produit de composition | περιέλιξη |
pharma. | produit de contraste | ουσία σκιαγραφικής αντίθεσης |
pharma. | produit de contraste | σκιαγραφική ουσία για ακτινογραφική απεικόνιση |
pharma. | produit de contraste | σκιαγραφική ουσία |
pharma. | produit de contraste | μέσο σκιαγραφικής αντίθεσης |
gen. | produit de contrefaçon | προϊόν απομίμησης |
environ., food.ind., chem. | produit de dégradation | προϊόν αποσύνθεσης |
gen. | produit de filiation de l'uranium | θυγατρικά προϊόντα ουρανίου |
food.ind. | produit de meunerie | προϊόν αλευροποιίας |
econ., IT | produit de monnaie électronique | μέσο ηλεκτρονικής πληρωμής |
life.sc. | produit de métabolisation | μεταβολίτης |
gen. | produit de première nécessité | είδος πρώτης ανάγκης |
law, health., food.ind. | produit de protection utilisé à l'intérieur de conteneurs | συντηρητικό συσκευασμένων ειδών |
chem. | produit de précision en céramique à usage industriel | κεραμικά προϊόντα ακριβείας για βιομηχανική χρήση |
chem. | produit de revêtement à catalyseur acide | επίχρισμα με όξινο καταλύτη |
met., el. | produit de réparation | υλικό επισκευής |
gen. | produit de taxes | προϊόν του φόρου |
mater.sc. | produit d'emballage à haute valeur ajoutée | προϊόν συσκευασίας με υψηλή προστιθέμενη αξία |
gen. | produit d'ensimage | λιπαντικό νημάτων |
med. | produit desséché reconstitué | αναπλασμένο ξηρό προϊόν |
agric. | produit destiné à la transformation | προϊόν που προορίζεται για μεταποίηση |
gen. | produit d'extraction | Προϊόν εκχύλισης |
gen. | produit d'ignifugation | προϊόν που χρησιμοποιείται ως πυρίμαχο υλικό |
el. | produit d'intermodulation | προϊόν ενδοδιαμόρφωσης |
gen. | produit d'oeufs | ωοπροϊόντα |
fin. | produit du portefeuille titres | έσοδα από χρεόγραφα |
gen. | produit du tabac sans combustion | προϊόν καπνού χωρίς καύση |
gen. | produit du tabac sans combustion | μη καπνιζόμενος καπνός |
gen. | produit du tabac sans combustion | μη καπνιζόμενο προϊόν καπνού |
social.sc., health., tech. | produit du tabac sans fumée | μη καπνιζόμενος καπνός |
gen. | produit du tabac sans fumée | προϊόν καπνού χωρίς καύση |
social.sc., health., tech. | produit du tabac sans fumée | μη καπνιζόμενο προϊόν καπνού |
health. | produit du tabac à fumer | προϊόν καπνού για κάπνισμα |
environ., met. | produit démoulant | ουσία αποχύτευσης |
fin. | produit dérivé | χρηματιστηριακό παράγωγο |
fin. | produit dérivé | παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο |
forestr. | produit dérivé du bois | προϊόν ξύλου |
fin. | produit dérivé négocié de gré à gré | μέσα εκτός επισήμων χρηματιστηριακών αγορών |
fin. | produit dérivé négocié de gré à gré | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα |
fin. | produit dérivé négocié de gré à gré | εξωχρηματιστηριακά παράγωγα |
gen. | produit essentiel | ουσιώδες προϊόν |
environ., chem. | produit extincteur | μέσο πυρόσβεσης |
med. | produit extravasé | εξαγγειωθέν υγρό |
chem. | produit extrudé | προϊόν εξώθησης |
fish.farm. | produit fabriqué à bord d'un navire-usine | προϊόν που κατασκευάζεται επί των πλοίων εργοστασίων τους |
med. | produit figurant à la pharmacopée européenne | ουσία που αναγράφεται στην ευρωπαϊκή φαρμακοποιία |
labor.org., industr. | produit final | τελειωμένο προϊόν |
labor.org., industr. | produit final | έτοιμο προϊόν |
fin. | produit financier dérivé | χρηματιστηριακό παράγωγο |
fin. | produit financier dérivé | παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο |
fin. | produit financier structuré | δομημένο χρηματοπιστωτικό μέσον |
fin. | produit financier structuré | δομημένο χρηματοοικονομικό μέσον |
fin. | produit financier structuré | διαρθρωμένο πιστωτικό μέσον |
labor.org., industr. | produit fini | τελειωμένο προϊόν |
pharma. | produit fini avant répartition | μορφοποιημένη μάζα |
market., agric. | produit fini à forte valeur ajoutée | τελικό προϊόν με μεγάλη προστιθέμενη αξία |
fin. | produit garanti | εγγυημένο κεφάλαιο |
fin., polit., fish.farm. | produit halieutique | αλιευτικό προϊόν |
fin., polit., fish.farm. | produit halio-alimentaire | αλιευτικό προϊόν |
industr., construct. | produit ignifuge | πυρίμαχο μέσο |
gen. | produit indemne de contamination virale | προϊόν ελεύθερο ιών |
R&D. | produit intégré à technologies multiples | προϊόν τεχνολογίας πολλαπλής εφαρμογής |
econ. | produit intérieur brut aux coûts des facteurs | AEΠ βάσει κόστους συντελεστών |
econ. | produit intérieur brut aux prix courants | AEΠ σε τρέχουσες τιμές |
econ. | produit intérieur brut aux prix du marché | AEΠ σε τιμές της αγοράς |
econ., fin. | produit intérieur brut en termes réels | AEΠ σε πραγματικούς όρους |
econ. | produit intérieur brut en valeur | AEΠ σε τρέχουσες τιμές |
econ., fin. | produit intérieur brut en volume | AEΠ σε πραγματικούς όρους |
econ. | produit intérieur brut nominal | AEΠ σε τρέχουσες τιμές |
econ., fin. | produit intérieur brut à prix constants | ΑΕΠ σε σταθερές τιμές; ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους |
econ., fin. | produit intérieur brut à prix constants | AEΠ σε σταθερές τιμές |
fin. | produit intérieur brut à prix constants | ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους |
econ., fin. | produit intérieur brut à prix constants | AEΠ σε πραγματικούς όρους |
med. | produit jetable | είδος μιας χρήσεως |
med. | produit jetable | αναλώσιμο |
met. | produit laminé à froid | προϊόν ψυχρής έλασης |
med. | produit laxatif | καθαρτικό προϊόν |
gen. | produit ligneux récolté | προϊόν υλοτομίας |
met. | produit livré à la largeur finale d'utilisation | παραδιδόμενο υλικό με το τελικό πλάτος χρήσης |
gen. | produit lié à la défense | προϊόν συνδεόμενο με τον τομέα της άμυνας |
gen. | produit logique | τομή |
gen. | produit logique | λογικό γινόμενο |
med. | produit lyophilisé | λυοφιλικό προϊόν |
market. | produit manufacturé | κατεργασμένο προϊόν |
market. | produit manufacturé | έτοιμο προϊόν |
met. | produit mi-ouvré | ημιτελειωμένο προϊόν |
met. | produit mi-ouvré | ημι-προϊόν |
econ., IT | produit monétique | μέσο ηλεκτρονικής πληρωμής |
chem. | produit mouillant | διαβρεκτικό προϊόν |
chem. | produit mouillant | ουσία μουλιάσματος |
chem. | produit mouillant | αντιδραστήριο διαβροχής |
met. | produit moulé | χυτό τεμάχιο |
life.sc. | produit métabolique | μεταβολίτης |
forestr. | produit national brut - PNB | Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν |
gen. | produit nocif | τοξικό προϊόν |
gen. | produit nocif | τοξική ουσία |
gen. | Produit non conforme - mise en libre pratique non autorisée - règlement CEE no | - Ακατάλληλο προϊόν - Δεν επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία - Κανονισμός ΕΟΚ αριθ. , |
med. | produit non mélangé | μη αναμειγμένο προϊόν |
gen. | produit non originaire | μη καταγόμενα προΜόντα |
econ. | produit nouveau,c'est-à-dire un produit existant uniquement dans la période la plus récente | νέο προϊόν,δηλ.σαν προϊόν που υφίσταται μόνο στην πιο πρόσφατη περίοδο |
gen. | produit par injection | ενέσιμο προϊόν |
pharma. | produit pharmaceutique générique | ουσιωδώς όμοιο φάρμακο |
pharma. | produit pharmaceutique générique | γενόσημο φάρμακο |
agric. | produit phytosanitaire | φυτοφάρμακο |
agric. | produit phytosanitaire | γεωργικό φάρμακο |
gen. | produit pilote | προϊόν οδηγός |
med. | produit pour friction | ανατριπτικόν |
mun.plan. | produit pour le nettoyage à sec des vêtements | προϊόν για το στεγνό καθάρισμα των ενδυμάτων |
chem. | produit pour l'imperméabilisation à l'eau | προϊόν αδιαβροχοποίησης με νερό |
industr., construct. | produit pour l'imperméabilisation à l'huile | προϊόν αδιαβροχοποίησης με έλαια |
health., chem. | produit précurseur de drogue | πρόδρομη ουσία ναρκωτικών |
fin., polit., food.ind. | produit préparé | παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων |
fin., polit., food.ind. | produit préparé | μεταποιημένο προϊόν |
industr. | produit prêt à l'emploi | προϊόν "έτοιμο προς χρήση" |
gen. | produit puissance x temps de transfert | διάχυση ισχύος |
gen. | produit qui fait l'objet d'une procédure de révision judiciaire | προϊόν για το οποίο βρίσκονται σε εξέλιξη διαδικασίες παροχής δικαστικής προστασίας |
med. | produit radiopharmaceutique précurseur | πρόδρομο ραδιοφαρμακευτικό προϊόν |
med. | produit sec reconstitue | αναπλασμένο ξηρό προϊόν |
met. | produit semi-fini | ημι-προϊόν |
met. | produit semi-ouvré | ημι-προϊόν |
met. | produit semi-ouvré | ημιτελειωμένο προϊόν |
fin., industr. | produit semi-ouvré | ημικατεργασμένο προϊόν |
environ. | produit servant à capter des polluants | ένωση που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση της ρύπανσης |
gen. | produit servant à financer des conflits | πρώτες ύλες προοριζόμενες για χρηματοδότηση συρράξεων |
met. | produit skin-passé | προϊόν ψυχρής επανεξέλασης |
agric. | produit solide à faible densité en vrac | στερε·ό προϊόν µικρού όγκου |
fin., polit., tax. | produit soumis à accise | αγαθό που υπάγεται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης |
fin., polit., tax. | produit soumis à accise | προϊόν που υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης |
fin. | produit stocké en intervention publique | αποθεματοποιημένο προϊόν στη δημόσια παρέμβαση |
fin. | produit structuré | δομημένο χρηματοπιστωτικό μέσον |
fin. | produit structuré | δομημένο χρηματοοικονομικό μέσον |
fin. | produit structuré | διαρθρωμένο πιστωτικό μέσον |
agric., sugar. | produit sucré | ζαχαρώδη προϊόντα |
cust., interntl.trade., industr. | produit suffisamment ouvré | επαρκώς επεξεργασμένα προϊόντα |
chem. | produit tensio-actif à anions actifs | προϊόν που επιδρά επί της επιφανειακής τάσης με δραστικά ανιόντα |
industr., construct. | produit tissé | πλεγμένο προϊόν |
agric. | produit traité | προϊόν το οποίο έχει υποστεί επέμβαση με τη δραστική ουσία |
fin., polit., food.ind. | produit transformé | παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων |
fin., polit., food.ind. | produit transformé | μεταποιημένο προϊόν |
econ., fin., polit. | produit vendu à l'exportation | προϊόν που πωλείται για εξαγωγή προς την Κοινότητα |
med. | produit viral | ιικό παράγωγο |
med. | produit viral de la transcriptase inverse qui empechent la replication virale | ιικό παράγωγο της αντίστροφης μεταγραφάσης που εμποδίζει την ιική αντιγραφή |
gen. | produit vitesse/puissance | ταχύτητα/κατανάλωση ισχύος |
gen. | produit végétal | φυτικό προϊόν |
industr., construct., chem. | produit à base d'alcool polyvinylique | προϊόν με βάση την πολυβινυλική αλκοόλη |
nat.sc., environ., industr. | produit à base d'amiante | προϊόν με βάση τον αμίαντο |
econ. | produit à base de céréales | προϊόν με βάση τα σιτηρά |
agric., food.ind. | produit à base de fromage fondu | επεξεργασµένο τυρί |
econ. | produit à base de fruits | προϊόν με βάση τα φρούτα |
agric. | produit à base de lait | προϊόντα με βάση το γάλα |
econ. | produit à base de légumes | προϊόν με βάση τα λαχανικά |
econ. | produit à base de poisson | προϊόν με βάση το ψάρι |
econ. | produit à base de sucre | προϊόν με βάση τη ζάχαρη |
health., agric., anim.husb. | produit à base de viande | προϊόν με βάση το κρέας |
agric., tech., met. | produit à base de viande | τσοπτ-μητ |
industr. | produit à base d'os | προϊόν οστού |
industr., construct. | produit à bord franc | προϊόν με κανονικά άκρα |
health. | produit à chiquer | καπνός μασήματος |
mech.eng. | produit à configuration contrôlée | προϊόν με έλεγχο διαμόρφωσης |
econ., interntl.trade., environ. | produit à créneau | προϊόν με περιορισμένο αγοραστικό κοινό |
tech. | produit à fumer à base de plantes | φυτικό προϊόν για κάπνισμα |
health. | produit à libération prolongée | προϊόν παρατεταμένης διάρκειας |
commer., fin. | produit à marque propre | σήμα καταστήματος λιανικής πώλησης |
chem. | produit à polir | στιλβωτικό |
fin. | produit à recevoir | δεδουλευμένο εισόδημα |
met. | produit à rives spéciales | προϊόν με ειδικές ακμές |
agric., food.ind. | produit à tartiner | πολτός για επάλειψη |
med. | produit à usage externe | προϊόν εξωτερικής χρήσης |
med. | produit à usage interne | προϊόν εσωτερικής χρήσης |
med. | produit à usage topique | προϊόν για τοπική χρήση |
fin. | produit à valeur unitaire élevée | προϊόν υψηλής κατά µονάδα αξίας |
agric., chem. | produit à épandre | προϊόν για διάχυση |
gen. | produits abrasifs | λειαντικά/ προϊόντα |
agric. | produits agricoles | γεωργικά προϊόντα |
gen. | "produits alcooliques" : les produits bière, vins, apéritifs à base de vin ou d'alcool, eaux-de-vie, liqueurs ou boissons spiritueuses, etc. relevant des positions 22.03 à 22.09 du tarif douanier commun | "οινοπνευματώδη προϊόντα": τα προϊόντα ζύθοι, οίνοι, απεριτίφ από οίνο ή οινόπνευμα, αποστάγματα, ηδύποτα ή οινοπνευματώδη ποτά, κλπ., τα οποία υπάγονται στις κλάσεις 22.03 έως 22.09 του Κ.Δ. |
environ. | produits au comptant à deux jours | διήμερα συμβόλαια άμεσης παράδοσης |
gen. | produits chimiques | χημικά προϊόντα |
gen. | produits chimiques dangereux | επικίνδυνα χημικά προϊόντα, επικίνδυνες χημικές ουσίες |
chem. | produits chimiques essentiels | βασικές χημικές ουσίες |
gen. | produits chimiques précurseurs | πρόδρoμα ?ημικά |
gen. | produits cosmétiques, médicaments, spécialités pharmaceutiques | καλλυντικά, φάρμακα, φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα |
gen. | produits coulés | χυτά αντικείμενα |
gen. | produits de la Communauté européenne | προϊόντα Prodcom |
gen. | produits de la pétrochimie | προϊόντα του πετροχημικού τομέα |
gen. | produits de parfumerie, de toilette et cosmétiques | προϊόντα αρωματοποιίας, καλλωπισμού και καλλυντικά παρασκευάσματα |
fin., polit., agric. | produits de transformation à base de fruits et légumes | μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά |
fin. | produits des opérations précédentes | επανεισροές της ΕΤΕ |
gen. | produits et charges découlant d'opérations à terme couvertes | έσοδα και έξοδα που απορρέουν από καλυπτόμενες προθεσμιακές πράξεις |
comp., MS | produits et technologies SharePoint | Προϊόντα και Τεχνολογίες SharePoint |
gen. | produits exceptionnels | έκτακτα έξοδα |
gen. | produits fabriqués en sous-traitance | προϊόντα που κατασκευάζονται με υπεργολαβίες |
econ. | produits fatals exclusifs,qui servent de matière de base à la fabrication d'autres produits | αποκλειστικά υποπροϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται σαν εισροές για την παραγωγή άλλων προϊόντων |
gen. | produits fertilisants | λιπαντικά προϊόντα |
gen. | produits horlogers | προϊόντα ωρολογοποιϊας |
interntl.trade. | produits interdits sur le marché intérieur | αγαθά απαγορευόμενα στο εσωτερικό της χώρας |
gen. | produits minéraux broyés | τεμαχισμένα ορυκτά προϊόντα |
gen. | produits minéraux criblés | χονδροκοσκινισμένα ορυκτά προϊόντα |
gen. | produits minéraux enrichis par flottation | ορυκτά προϊόντα που έχουν εμπλουτισθεί με επίπλευση |
gen. | produits minéraux lavés | πλυμένα ορυκτά προϊόντα |
gen. | produits minéraux moulus | αλεσμένα ορυκτά προϊόντα |
gen. | produits minéraux pulvérisés | κονιοποιημένα ορυκτά προϊόντα |
gen. | produits minéraux soumis à la lévigation | ορυκτά προϊόντα που έχουν υποστεί χωρισμόν δι'αιωρήσεως |
gen. | produits minéraux tamisés | λεπτοκοσκινισμένα ορυκτά προϊόντα |
gen. | produits nationaux similaires | ομοειδή εθνικά προϊόντα |
market. | produits nets partiels sur opérations à long terme | αποδοτέο κέρδος από μακροπρόθεσμες συμβάσεις |
gen. | produits pharmaceutiques | φαρμακευτικά προϊόντα |
gen. | produits procédé holografique | που παράγονται ολογραφικά |
gen. | produits sylvicoles | δασικά προϊόντα |
fin., polit., agric. | produits transformés à base de fruits et légumes | μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά |
agric. | produits transformés à base d'oeufs de poule | μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα αυγά ορνίθων |
gen. | produits tréfilés - fil tréfilé | προϊόντα συρματοποίησης |
fin., polit., food.ind. | produits à base de céréales obtenus par le soufflage ou le grillage | προϊόντα με βάση τα δημητριακά που παίρνονται με διόγκωση ή καβούρντισμα: διογκωμένο ρύζι puffed rice, καλαμπόκι σε νιφάδες corn-flakes και παρόμοια |
law, agric. | produits à base de viande | προϊόντα με βάση το κρέας |
commer., tech. | produits à double usage | είδος διπλής χρήσης |
gen. | produits à fournir | ζητούμενα προϊόντα |
market. | produits à recevoir | έσοδα προς είσπραξη |
market. | produits à recevoir | έσοδα επόμενης χρήσης |
gen. | Protocole additionnel à l'accord européen sur le commerce des produits textiles entre la Communauté européenne et la république de Bulgarie | Πρόσθετο πρωτόκολλο της ευρωπαϊκής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας για το εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
fin., polit. | Protocole no 4 relatif à la définition de la notion de "produits originaires" et aux méthodes de coopération administrative | Πρωτόκολλο αριθ. 4 σχετικά με τον ορισμό της έννοιας "καταγόμενα προϊόντα" ή "προϊόντα καταγωγής" και με τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας |
gen. | Protocole relatif au régime à appliquer aux produits relevant de la Communauté européenne du charbon et de l'acier à l'égard de l'Algérie et des départements d'outre-mer de la République française | Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί των προϊόντων των υπαγομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακος και Χάλυβος, έναντι της Αλγερίας και των υπερποντίων διαμερισμάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας |
polit., oil | Protocole relatif aux importations dans la Communauté économique européenne de produits pétroliers raffinés aux Antilles néerlandaises | Πρωτόκολλο περί των εισαγωγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση προϊόντων εκ διυλίσεως πετρελαίου στις Ολλανδικές Αντίλλες |
polit., oil | Protocole relatif aux importations dans l'Union européenne de produits pétroliers raffinés aux Antilles néerlandaises | Πρωτόκολλο περί των εισαγωγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση προϊόντων εκ διυλίσεως πετρελαίου στις Ολλανδικές Αντίλλες |
gen. | préconditionnement en masse ou en volume de certains produits en préemballages | προπαρασκευή σε μάζα ή όγκο ορισμένων προϊόντων σε προσυσκευασία |
gen. | présentation de produits | παρουσίαση προϊόντων |
market. | publicité de produit | συλλογική διαφήμιση |
market. | publicité de produit | κλαδική διαφήμιση |
food.ind. | pénurie de produits alimentaires | έλλειψη τροφίμων |
agric. | pépinière où l'on produit des plants racinés dans des mottes contenues dans des récipients de formes | φυτώριον όπου παράγονται φυτά ριζωμένα στο χώμα το οποίο περιέχεται εντός αγγείων διαφόρων σχημάτων,διαστάσεων και υλικών |
fin., agric. | qualités marchandes des produits agricoles | εμπορευσιμότητα των γεωργικών προϊόντων |
gen. | qualités nutritionnelles et hygiéniques des produits comestibles | χαρακτηριστικά φυσιολογίας της διατροφής και υγιεινής των βρώσιμων προϊόντων |
gen. | recettes/produits | έσοδα |
gen. | Recherche et développement axés sur les produits et les processus | έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διαδικασιών παραγωγής |
gen. | Recommandation concernant la sécurité dans l'utilisation des produits chimiques au travail | Σύσταση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασία |
work.fl., IT | relation de facteur à produit | σχέση αιτιότητας |
gen. | revolatilisation des produits de fission | επανεξάτμιση των προϊόντων σχάσης |
polit., agric. | Règlement CE n° 1234/2007 du Conseil du 22 octobre 2007 portant organisation commune des marchés dans le secteur agricole et dispositions spécifiques en ce qui concerne certains produits de ce secteur | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα |
polit., agric. | Règlement CE n° 1234/2007 du Conseil du 22 octobre 2007 portant organisation commune des marchés dans le secteur agricole et dispositions spécifiques en ce qui concerne certains produits de ce secteur | Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ |
fin., tax. | régime de suspension de produits soumis à accises | σύστημα αναστολής |
fin., tax. | régime de suspension de produits soumis à accises | καθεστώς αναστολής |
gen. | réseaux produits par faisceau d'électrons | οπτικά φράγματα που παράγονται με δέσμες ηλεκτρονίων |
market. | sans discrimination liée à l'origine des produits | χωρίς διάκριση προελεύσεως των προ2bόντων |
gen. | secteur des autres produits partie B | Τομέας άλλων προϊόντων Μέρος Β |
agric. | Section spécialisée "graines et fruits oléagineux et produits dérivés" du Comité consultatif des matières grasses | Εξειδικευμένο Τμήμα "Ελαιούχοι Σπόροι και Καρποί και Παράγωγα Προϊόντα" της Σ.Ε. Λιπαρών Ουσιών |
agric. | Section spécialisée "olives et produits dérivés" du Comité consultatif des matières grasses | Εξειδικευμένο Τμήμα "Ελιές και Παράγωγα Προϊόντα" της Σ.Ε. Λιπαρών Ουσιών |
met. | semi-produit | ημι-προϊόν |
food.ind. | service d'inspection chargé de la sécurité des produits alimentaires | Υπηρεσία Ασφάλειας και Ελέγχου των Τροφίμων |
gen. | sociétés coopératives produisant des biens et services marchands non financiers | συνεταιρισμοί που ασχολούνται με την παραγωγή αγαθών και μη χρηματοδοτικών εμπορεύσιμων υπηρεσιών |
gen. | sociétés de personnes produisant les biens et services marchands non financiers | προσωπικές εταιρείες που ασχολούνται με την παραγωγή αγαθών και μη χρηματοδοτικών εμπορεύσιμων υπηρεσιών |
pharma. | solution de produit fini avant répartition | μορφοποιημένη μάζα |
forestr. | sous-produit | απόβλητο |
forestr. | sous-produit | υπόλειμμα |
med. | sous-produit de céréale | υποπροϊόν δημητριακού |
med. | sous-produit de l'abattage | υποπροϊόν σφαγής |
gen. | sous-produit de l'amidonnerie de maïs | υποπροϊόν της αμυλοποιίας αραβοσίτου |
agric. | sous-produit de mouture | υποπροϊόν άλεσης |
agric. | sous-produits d'abattage | παραπροϊόντα σφαγίων |
gen. | sous-produits des réacteurs nucléaires | υποπροϊόντα πυρηνικού αντιδραστήρα |
gen. | stabilisation des sous-produits solides | σταθεροποίηση των στερεών υποπροϊόντων |
commer. | système communautaire d'information sur les accidents dans lesquels sont impliqués des produits de consommation | Κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης σχετικά με τα οικιακά ατυχήματα και τα ατυχήματα κατά τις δραστηριότητες αναψυχής |
commer. | système communautaire d'information sur les accidents dans lesquels sont impliqués des produits de consommation | κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης για τα ατυχήματα στα οποία ενέχονται καταναλωτικά προϊόντα |
commer. | système communautaire d'information sur les accidents dans lesquels sont impliqués des produits de consommation | Ευρωπαϊκές στατιστικές ατυχημάτων που συμβαίνουν στο σπίτι και κατά τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες |
commer. | système communautaire d'information sur les accidents dans lesquels sont impliqués des produits de consommation | κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης ως προς τα οικιακά ατυχήματα και τα ατυχήματα κατά τις δραστηριότητες αναψυχής |
gen. | Système communautaire d'échange rapide d'informations sur les dangers découlant de l'utilisation de produits de consommation | Κοινοτικό σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση προϊόντων καταναλωτή |
gen. | Séminaire "Un marché de produits propres à l'horizon 1992" | Σεμινάριο "Μια αγορά καθαρών προϊόντων για το 1992" |
account. | titres autres qu'actions, à l'exclusion des produits financiers dérivés | χρεόγραφα εκτός από μετοχές, εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών παραγώγων |
account. | titres à court terme autres qu'actions et produits financiers dérivés | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα εκτός από μετοχές, εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών παραγώγων |
account. | titres à long terme autres qu'actions et produits financiers dérivés | μακροπρόθεσμα χρεόγραφα εκτός από μετοχές, εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών παραγώγων |
gen. | "Tous les produits sauf les armes" | Όλα εκτός από όπλα |
econ. | traitement des produits fatals et des produits voisins | χειρισμός υποπροϊόντων και συγγενών προϊόντων |
agric. | une réglementation destinée à faciliter l'écoulement de produits agricole | ρύθμιση η οποία αποσκοπεί να διευκολύνει τη διάθεση των γεωργικών προ2bόντων |
met. | une structure de départ à lamelles fines produit le même effet | μια αρχική δομή από λεπτές λωρίδες προκαλεί το ίδιο αποτέλεσμα |
med. | urographie débutant rapidement après administration du produit de contraste | πρώιμος ακτινογραφία των ουροφόρων οδών κατόπιν εισαγωγής σκιεράς ουσίας |
med. | urographie débutant rapidement après administration du produit de contraste | πρόωρος πυελογραφία |
health., pharma. | usage externe de produits à base de plantes | εξωτερική χρήση προϊόντων φυτικής προέλευσης |
coal., met. | usine à sous-produits | εγκατάσταση εξαγωγής παραγώγων άνθρακος |
forestr. | utilisation des produits forestiers | αξιοποίηση δασικών προϊόντων |
patents. | utiliser la marque communautaire pour une partie des produits ou des services pour lesquels elle est enregistrée | χρησιμοποιώ το κοινοτικό σήμα για μέρος των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε |
econ., fin. | valeur de base approchée d'une unité de produit | βασική τιμή |
el. | valeur efficace du niveau produit à la sortie d'un récepteur | ενεργοί τιμές της απόκρισης εξόδου |
el. | valeur quadratique moyenne du niveau produit à la sortie d'un récepteur | ενεργοί τιμές της απόκρισης εξόδου |
market., agric. | vente à l'unité de produit | πώληση κατά κατηγορίες τελικών προϊόντων |
agric. | vin mousseux de qualité produit dans une région déterminée du type aromatique | αφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή, αρωματικού τύπου |
agric. | à base de lait et produits dérivés | από γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα |
gen. | élaboration du cidre et des produits similaires | επεξεργασία μηλίτη οίνου και παραπλήσιων προϊόντων |
gen. | éliminer ce produit comme déchet dangereux | κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο |
gen. | éliminer ce produit comme déchet dangereux | Σ58 |
gen. | éliminer ce produit et son récipient dans un centre de collecte des déchets dangereux ou spéciaux | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων |
gen. | éliminer ce produit et son récipient dans un centre de collecte des déchets dangereux ou spéciaux | Σ56 |
gen. | éliminer le produit et son récipient comme un déchet dangereux | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα |
gen. | éliminer le produit et son récipient comme un déchet dangereux | Σ60 |
gen. | éliminer le produit et/ou son récipient comme un déchet dangereux | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα |