DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Social science containing loi | all forms | exact matches only
FrenchGreek
allocation prévue par la loi sur l'aide socialeπαροχή που προβλέπεται από το νόμο για την κοινωνική πρόνοια
allocation prévue par la loi sur l'aide socialeπρονοιακή παροχή
allocation prévue par la loi sur l'aide socialeεπίδομα στο πλαίσιο του νόμου περί κοινωνικής πρόνοιας
Convention sur la loi applicable aux noms et prénomsσύμβαση σχετικά με το νόμο που εφαρμόζεται στα επώνυμα και στα ονόματα
dispositif d'évaluation des effets de la loiμηχανισμός αξιολόγησης των αποτελεσμάτων του νόμου
loi du silenceνόμος της σιωπής
loi fédérale d'aide socialeομοσπονδιακός νόμος για την κοινωνική πρόνοια
loi sur la protection socialeδιάταγμα περί κοινωνικής ευημερίας
loi sur l'assistanceνόμος περί κοινωνικής μέριμνας