French | Greek |
Accord relatif à l'application provisoire entre certains Etats membres de l'Union européenne de la convention établie sur la base de l'article K.3 du Traité sur l'Union européenne sur l'emploi de l'informatique dans le domaine des douanes | Συμφωνία για την προσωρινή εφαρμογή, μεταξύ ορισμένων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Σύμβασης σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα που βασίζεται στο άρθρο Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση |
Action communautaire concernant l'analyse,la recherche,la coopération et l'action de la Commission dans le domaine de l'emploi | Κοινοτική δράση σχετικά με την ανάλυση,την έρευνα,τη συνεργασία και τη δράση της Επιτροπής στον τομέα της απασχόλησης |
action en faveur de l'emploi | ενέργεια υπέρ της απασχόλησης |
actions de formation-emploi | ενέργειες κατάρτισης-απασχόλησης |
admission à des fins d'emploi | εισδοχή προς ανάληψη εργασίας |
affecter à un emploi | τοποθετώ σε θέση |
aptitude à l'emploi | ικανότητα επαγγελματικής ένταξης |
aptitude à l'emploi | απασχολησιμότητα |
avis de vacance d'emploi | ανακοίνωση για την πλήρωση κενής θέσης |
bassins d'emplois | περιοχές απασχόλησης |
Colloque "Le contrôle de l'armement et l'emploi" | Συνέδριο "'Ελεγχος εξοπλισμού και απασχόληση" |
Comité consultatif pour les mesures particulières d'intérêt communautaire dans le domaine de l'emploi | Συμβουλευτική επιτροπή για τα ειδικά μέτρα κοινοτικού ενδιαφέροντος στον τομέα της απασχόλησης |
Comité de l'emploi | επιτροπή απασχόλησης |
Comité de la Convention sur l'emploi de l'informatique dans le domaine des douanes | Επιτροπή για τη Σύμβαση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα |
Comité pour la mise en oeuvre de la décision relative aux mesures d'incitation communautaires dans le domaine de l'emploi | Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης περί κοινοτικών μέτρων ενθάρρυνσης στον τομέα της απασχόλησης |
concepts d'emploi de forces de police | Αντιλήψεις για τη χρησιμοποίηση αστυνομικών δυνάμεων |
Conférence "Contrôle de l'armement et emploi" | Διάσκεψης "΄Ελεγχος εξοπλισμού και απασχόλησης" |
Conférence "Crise d'emplois et syndicats" | Διάσκεψη "Κρίση στον τομέα απασχόλησης και συνδικαλιστικές οργανώσεις" |
Convention concernant l'emploi des femmes aux travaux souterrains dans les mines de toutes catégories | Σύμβαση "περί χρησιμοποιήσεως γυναικών εις υπογείους εργασίας μεταλλείων πάσης κατηγορίας" |
convention sur l'emploi de certaines armes conventionnelles | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα |
convention sur l'emploi de certaines armes conventionnelles | Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα |
Convention sur l'interdiction de l'emploi, du stockage, de la production et du transfert des mines antipersonnel et sur leur destruction | Σύμβαση για την απαγόρευση της χρήσης, της αποθήκευσης, της παραγωγής και της διακίνησης ναρκών κατά προσωπικού και για την καταστροφή τους |
Convention sur l'interdiction de la mise au point, de la fabrication, du stockage et de l'emploi des armes chimiques et sur leur destruction | Σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, παραγωγής, αποθήκευσης και χρήσης χημικών όπλων και για την καταστροφή τους; Σύμβαση για τα χημικά όπλα |
Convention sur l'interdiction ou la limitation de l'emploi de certaines armes classiques qui peuvent être considérées comme produisant des effets traumatiques excessifs ou comme frappant sans discrimination | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα |
Convention sur l'interdiction ou la limitation de l'emploi de certaines armes classiques qui peuvent être considérées comme produisant des effets traumatiques excessifs ou comme frappant sans discrimination | Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα |
dans une perspective de mixité de l'emploi | από την άποψη της δημιουργίας μεικτών θέσεων απασχόλησης |
DG Emploi, affaires sociales et égalité des chances | ΓΔ Απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεων και ισότητας των ευκαιριών |
direction générale de l'emploi, des affaires sociales et de l'égalité des chances | ΓΔ Απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεων και ισότητας των ευκαιριών |
doubles emplois | επικαλύψεις |
déclaration CE de conformité et d'aptitude à l'emploi | δήλωση ΕΚ συμμόρφωσης και καταλληλότητας χρήσης |
développement des structures de l'emploi et de la formation | ανάπτυξη των δομών απασχόλησης και κατάρτισης |
emploi agricole | απασχόληση στη γεωργία |
emploi dans les services | απασχόληση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών |
emploi de la force | χρήση βίας |
emploi durable | μόνιμη θέση εργασίας |
emploi durable | σταθερ·ή θ·έση απασχόλησης |
Emploi et affaires sociales | απασχόληση και κοινωνικές υποθέσεις |
emploi féminin | απασχόληση των γυναικών |
emploi industriel | απασχόληση στη βιομηχανία |
emploi permanent | μόνιμη θέση |
emploi très spécialisé | πολύ εξειδικευμένη θέση |
emplois alternatifs | εναλλακτικές θέσεις απασχόλησης |
emplois nécessitant des qualifications spéciales | θέση που απαιτεί ειδικά προσόντα |
emplois qualifiés | θέσεις ειδικευμένου προσωπικού |
en raison de l'emploi | λόγω της σχέσεως εργασίας |
faire double emploi | αλληλεπικαλύπτω |
fixation du niveau d'emploi | καθορισμός του βαθμολογικού επιπέδου μιας θέσεως |
fonctions et attributions que comporte chaque emploi-type | καθήκοντα και αρμοδιότητες για κάθε θέση-τύπο |
initiative créatrice d'emplois | πρωτοβουλία δημιουργίας θέσεων απασχόλησης |
initiative locale de création d'emplois | τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης |
initiative locale pour l'emploi | τοπική πρωτοβουλία για την απασχόληση |
Initiatives locales de développement et d'emploi | Τοπικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης και απασχόλησης |
le fonctionnaire peut être appelé à occuper un emploi par intérim | ο υπάλληλος δύναται να κληθεί προσωρινά να ασκήσει καθήκοντα |
le fonctionnaire put être appelé à occuper un emploi par intérim | ο υπάλληλος δύναται να κληθεί να καταλάβει προσωρινά μια θέση |
les emplois dans l'administration publique | η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση |
liberté d'emploi des specialistes | ελευθέρα απασχόληση του ειδικευμένου δυναμικού |
ministre adjoint au ministère de l'emploi | Αναπληρωτής Υπουργός Απασχόλησης |
ministre adjoint auprès du gouvernement et au ministère de l'entreprise et de l'emploi, chargé du commerce, de la technologie et de la protection des consommateurs | Υφυπουργός Κυβερνήσεως και Υφυπουργός του Υπουργείου Επιχειρήσεων και Απασχόλησης, με ειδική αρμοδιότητα για το εμπόριο και την τεχνολογία και τα θέματα των καταναλωτών |
ministre adjoint auprès du vice-premier ministre et au ministère de l'entreprise et de l'emploi, chargé des affaires du travail | Υφυπουργός στο Γραφείο του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Tanaiste και στο Υπουργείο Επιχειρήσεων και Απασχόλησης με ειδική αρμοδιότητα για Εργατι κές Υποθέσεις |
ministre de l'emploi | Υπουργός Απασχόλησης |
ministre de l'emploi et de la sécurité sociale | Υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Ασφάλισης |
ministre de l'emploi et du travail, chargé de la politique d'égalité des chances entre hommes et femmes | Υπουργός Απασχόλησης και Εργασίας υπεύθυνος για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών |
ministre de l'entreprise et de l'emploi | Υπουργός Επιχειρήσεων και Απασχόλησης |
ministre des affaires sociales et de l'emploi | Υπουργών Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης |
muter dans un autre emploi | μεταθέτω |
mécanismes d'offre et de demande d'emploi | μηχανισμοί προσφοράς και ζήτησης απασχόλησης |
méthodes de gestion prévisionnelle des emplois | μέθοδοι διαχείρισης της απασχόλησης βάσει προβλέψεων |
nommer dans un emploi permanent | διορίζω σε μόνιμη θέση |
offres d'emploi non satisfaites | κενές θέσεις απασχόλησης |
offres d'emploi non satisfaites | θέσεις απασχόλησης που δεν έχουν πληρωθεί |
pertes d'emploi | απώλειες θέσεων απασχόλησης |
politique structurelle de l'emploi | διαρθρωτική πολιτική της απασχόλησης |
poste indiqué en caractères gras dans le tableau des emplois auprès d'Europol | θέση που εμφαίνεται με έντονους χαρακτήρες |
premier ministre, ministre d'Etat, ministre des finances, ministre du travail et de l'emploi | Πρωθυπουργός, Υπουργός Επικρατείας, Υπουργός Οικονομικών, Υπουργός Εργασίας και Απασχόλησης |
prime à l'emploi | πριμοδότηση στην απασχόληση |
promotion de l'emploi | προώθηση της απασχόλησης |
Protocole concernant la prohibition de l'emploi à la guerre de gaz asphyxiants, toxiques ou similaires et de moyens bactériologiques | Πρωτόκολλο για την απαγόρευση της χρήσεως κατά τον πόλεμο ασφυξιογόνων, τοξικών ή παρομοίων αερίων και βακτηριολογικών μέσων |
Protocole sur l'interdiction ou la limitation de l'emploi des armes incendiaires | Πρωτόκολλο σχετικό με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των εμπρηστικών όπλων |
Protocole sur l'interdiction ou la limitation de l'emploi des mines, pièges et autres dispositifs, tel qu'il a été modifié le 3 mai 1996 | Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των ναρκών, των παγίδων και άλλων μηχανισμών |
Protocole visant à limiter et à réglementer la culture du pavot, ainsi que la production, le commerce international, le commerce de gros et l'emploi de l'opium | Πρωτόκολλο "περί περιορισμού και ρυθμίσεως της καλλιεργείας της μήκωνος ως και της παραγωγής, του διεθνούς εμπορίου, του χονδρικού εμπορίου και της χρήσεως του οπίου" |
préférence communautaire à l'emploi | κοινοτική προτίμηση στην απασχόληση |
réglementation fixant les conditions d'emploi des agents locaux | κανόνες για τον καθορισμό των όρων εργασίας των τοπικών υπαλλήλων |
se trouvant sans emploi après la cessation du service | ευρισκόμενοι χωρίς εργασία μετά τη λήξη της υπηρεσίας τους |
secrétaire d'Etat au ministère de l'emploi | Κοινοβουλευτικός Υφυπουργός, Υπουργείο Απασχόλησης |
secrétaire d'Etat auprès du ministre de l'emploi et de la sécurité sociale | Αναπληρωτής Υπουργός παρά τω Υπουργώ Απασχόλησης και Κοινωνικής Ασφάλισης |
secrétaire d'Etat auprès du premier ministre, chargé de l'emploi | Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, υπεύθυνη για την Απασχόληση |
secrétaire d'Etat aux affaires sociales et à l'emploi | Υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης |
secrétaire d'Etat à l'emploi et à la formation professionnelle | Αναπληρωτής Υπουργός Απασχόλησης και Επαγγελματικής Κατάρτισης |
section spécialisée "Emploi, affaires sociales, citoyenneté" | ειδικευμένο τμήμα "Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη" |
services publics de l'emploi | Δημόσιες Υπηρεσίες Απασχόλησης |
Stratégie Europe 2020 pour l'emploi et la croissance | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" |
Stratégie Europe 2020 pour l'emploi et la croissance | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη |
Stratégie Europe 2020 pour l'emploi et la croissance | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη |
stratégie Europe 2020 pour l'emploi et une croissance intelligente, durable et inclusive | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" |
stratégie Europe 2020 pour l'emploi et une croissance intelligente, durable et inclusive | Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη |
stratégie Europe 2020 pour l'emploi et une croissance intelligente, durable et inclusive | Στρατηγική "Ευρώπη 2020" για τις θέσεις εργασίας και την έξυπνη, βιώσιμη και χωρις αποκλεισμούς ανάπτυξη |
système de recherche d'emploi | σύστημα ευρέσεως εργασίας |
titulaire d'un emploi | κάτοχος θέσης |
transformation d'emplois | μετατροπή θέσεων |
transformation de crédits en emplois | μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησης |