Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Terms
for subject
Law
containing
emploi
|
all forms
|
exact matches only
French
Greek
abandon de l'
emploi
εγκατάλειψη θέσης
accepter un
emploi
αποδέχομαι μία θέση
accéder à un
emploi
καταλαμβάνω θέση εργασίας
affectation à un autre
emploi
νέος διορισμός
affectation à un autre
emploi
μετάταξη
affectation à un autre
emploi
διορισμός σε άλλη απασχόληση
affectation à un
emploi
διορισμός σε μία θέση
Agence nationale de l'
emploi
F
Εθνικό Γραφείο Απασχόλησης
Agence nationale pour l'
emploi
Εθνικό Γραφείο Απασχόλησης
allocation d'aide publique aux travailleurs privés d'
emploi
κρατικό επίδομα ανεργίας
analyse des
emplois
μελέτη εργασίας
analyse des
emplois
ανάλυση εργασίας
autorisation d'
emploi
άδεια προσλήψεως
autorisation d'
emploi
άδεια επαγγέλματος
certificat d'
emploi
πιστοποιητικό απασχόλησης
cessation d'
emploi
αποχώρηση
cessation de l'
emploi
λήξη της σχέσης εργασίας
changement d'
emploi
αλλαγή εργασίας
changement d'
emploi
αλλαγή του είδους εργασίας
changement d'
emploi
αλλαγή θέσης εργασίας
compensation des offres et des demandes d'
emploi
εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης εργασίας
conditions du marché de l'
emploi
κατάσταση της αγοράς εργασίας
contrat d'
emploi
B
σύμβαση εργασίας
création d'un
emploi
δημιουργία θέσης εργασίας
cumul d'
emplois
πολλαπλή απασχόληση
cumul d'
emplois
διπλοθεσία
degré d'
emploi
επίπεδο θέσεως
demande d'
emploi
non satisfaite
μη ικανοποιηθείσα ζήτηση εργασίας
demande d'
emploi
non satisfaite
ζήτηση εργασίας που δεν ικανοποιήθηκε
dispositif de protection contre un
emploi
non autorisé du véhicule
διατάξεις προφυλάξεως από μη επιτρεπόμενη χρήση του οχήματος
droit à l'
emploi
δικαίωμα απασχόλησης
durée d'
emploi
διάρκεια της απασχόλησης
déterioration de l'
emploi
επιδείνωση της κατάστασης της απασχόλησης
déterioration de l'
emploi
επιδείνωση της κατάστασης της αγοράς εργασίας
déterioration du marché de l'
emploi
επιδείνωση της κατάστασης της αγοράς εργασίας
déterioration du marché de l'
emploi
επιδείνωση της κατάστασης της απασχόλησης
emploi
adéquat
αρμόζουσα εργασία
emploi
adéquat
ανάλογη θέση εργασίας
emploi
convenable
πρόσφορη θέση εργασίας
emploi
convenable
κατάλληλη θέση εργασίας
emploi
dans le secteur privé
απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα
emploi
d'appoint
συμπληρωματική απασχόληση
emploi
d'appoint
δευτερεύουσα απασχόληση
emploi
de bureau
καθιστική εργασία
emploi
de bureau
θέση εργασίας μη επιδεκτική μετάθεσης
emploi
de main d'oeuvre
απασχόληση εργατικού δυναμικού
emploi
de stagiaire
πρακτική εξάσκηση
emploi
de travailleurs immigrés
απασχόληση ξένων εργαζομένων
emploi
de travailleurs immigrés
απασχόληση μεταναστών
emploi
disponible
ελεύθερη θέση εργασίας
emploi
disponible
διαθέσιμη θέση εργασίας
emploi
fixe
σταθερή απασχόληση
emploi
féminin
γυναικεία απασχόληση
emploi
illégal
παράνομη απασχόληση
emploi
lucratif
κερδοσκοπικό επάγγελμα
emploi
lucratif
επικερδής απασχόληση
emploi
manuel
χειρωνακτική απασχόληση
emploi
masculin
ανδρική απασχόληση
emploi
moins rémunéré
απασχόληση με μειωμένη αμοιβή
emploi
obligatoire
υποχρεωτική πρόσληψη
emploi
obligatoire
υποχρέωση απασχόλησης
emploi
occasionnel
ευκαιριακή απασχόληση
emploi
organique établi par la loi
οργανική και νομοθετημένη θέση
emploi
permanent
μόνιμη απασχόληση
emploi
permanent
διαρκής σχέση εργασίας
emploi
permanent
διαρκής απασχόληση
emploi
principal
κύρια απασχόληση
emploi
prioritaire
πρωταρχική απασχόληση
emploi
public
δημόσιο λειτούργημα
emploi
régulier
σταθερή απασχόληση
emploi
rémunérateur
επικερδής απασχόληση
emploi
rémunéré
αμοιβόμενη απασχόληση
emploi
salarié
μισθωτή εργασία
emploi
salarié
μισθωτή απασχόληση
emploi
satisfaisant
κατάλληλη θέση εργασίας
emploi
satisfaisant
πρόσφορη θέση εργασίας
emploi
stable
σταθερή θέση εργασίας
emploi
stable
σταθερή απασχόληση
emploi
temporaire
πρόσκαιρη απασχόληση
emploi
total ou partiel d'une autre langue
χρήση ολικώς ή μερικώς μιας άλλης γλώσσας
emploi
à mi-temps
ημιαπασχόληση
emploi
à mi-temps
απασχόληση τη μισή ημέρα
emploi
à plein temps
πλήρης απασχόληση
emploi
à temps complet
πλήρης απασχόληση
emplois
tertiaires
απασχόληση στον τριτογενή τομέα
fonctions et attributions que comporte chaque
emploi
-type
καθήκοντα και αρμοδιότητες που ανάγονται σε κάθε θέση-τύπο
fonds de régularisation de l'
emploi
ταμείο συμπληρωματικών παροχών ασθενείας σε χρήμα
garantie de l'
emploi
εξασφάλιση της απασχόλησης
garantie de l'
emploi
ειδική προστασία θέσης εργασίας
garantie de l'
emploi
εξασφάλιση της θέσης εργασίας
garantie de l'
emploi
εγγύηση της θέσης εργασίας
hiérarchie des
emplois
ιεραρχία θέσεων εργασίας
hiérarchie des
emplois
αλληλεξάρτηση των θέσεων εργασίας
indemnité de changement d'
emploi
αποζημίωση για την αλλαγή θέσης εργασίας
indemnité pour frais d'
emploi
αποζημίωση για επαγγελματικά έξοδα
indemnités d'
emploi
επιδόματα
interdiction d'
emploi
απαγόρευση εργασίας
interdiction d'
emploi
απαγόρευση απασχόλησης
interview en vue d'un
emploi
συνέντευξη προς πρόσληψη
libre choix de l'
emploi
ελεύθερη επιλογή της θέσης εργασίας
loi sur le soutien du marché de l'
emploi
νόμος περί του επιδόματος απασχόλησης
loi sur les aides à l'
emploi
νόμος για την προώθηση της αγοράς εργασίας
loi sur les demandeurs d'
emploi
νόμος για όσους αναζητούν εργασία
manque d'
emplois
στενότης επαγγελματικών διεξόδων
manque d'
emplois
έλλειψη επαγγελματικών διεξόδων
manque d'
emplois
έλλειψη θέσεων εργασίας
modalité d'acquittement de l'obligation d'
emploi
λεπτομέρειες εκπλήρωσης της υποχρέωσης απασχόλησης
mutation d'
emploi
μετάθεση
nomenclature des
emplois
κατάλογος θέσεων εργασίας
obligation d'
emploi
υποχρέωση απασχόλησης
obligation d'
emploi
υποχρεωτική πρόσληψη
offre d'
emploi
chiffrée
αριθμητικά προσδιορισμένη προσφορά θέσεων εργασίας
offre d'
emploi
nominative
ονομαστικά προσδιορισμένη προσφορά θέσεως εργασίας
offre d'
emploi
non satisfaite
προσφορά θέσεων εργασίας που δεν ικανοποιήθηκε
pays d'
emploi
χώρα απασχόλησης
possibilités d'
emploi
πιθανότητες απασχόλησης
priorité d'
emploi
προτεραιότητα πρόσληψης
privation d'
emploi
απώλεια θέσης εργασίας
privation d'
emploi
απώλεια της θέσης εργασίας
privé d'
emploi
άνεργος
problèmes de l'
emploi
προβλήματα απασχόλησης
Programme de soutien à la création d'
emploi
Πρόγραμμα υποστήριξης πρωτοβουλιών για τήν απασχόληση
protection de l'
emploi
προστασία της απασχόλησης
Protocole sur l'interdiction ou la limitation de l'
emploi
des mines, pièges et autres dispositifs
Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση ναρκών, παγίδων ή άλλων μηχανισμών
prévision d'
emploi
πρόβλεψη απασχόλησης
période d'
emploi
περίοδος απασχόλησης
qualification des
emplois
αξιολόγηση των απασχολήσεων
retrait d'
emploi
απαλλαγή από τα καθήκοντα
retrait d'
emploi
απομάκρυνση από την υπηρεσία
retrait d'
emploi
απολύω
retrait de l'
emploi
απολύω
Règlement pour l'
Emploi
réciproque des Voitures et des Fourgons en Trafic international
RIC
Κανονισμός Αμοιβαίας Χρησιμοποίησης Αμαξών και Σκευοφόρων στη Διεθνή Κυκλοφορία
Règlement pour l'
Emploi
réciproque des Wagons en Trafic international
R.I.V.
κανονισμός αμοιβαίας χρησιμοποίησης βαγονιών σε διεθνή κυκλοφορία
règlement sur les demandeurs d'
emploi
διάταγμα για όσους αναζητούν εργασία
sans
emploi
άνεργος
sauvegarde de l'
emploi
εξασφάλιση της θέσης εργασίας
service de l'
emploi
υπηρεσία στον τομέα της απασχόλησης
service de l'
emploi
οργανισμός απασχόλησης
seuil d'assujettissement à l'obligation d'
emploi
όριο υποβολής στην υποχρέωση απασχόλησης
situation de l'
emploi
κατάσταση της απασχόλησης
stabilité de l'
emploi
σταθερότητα της θέσης εργασίας
supprimer un
emploi
καταργώ μία θέση
supprimer un
emploi
καταργώ μία θέση εργασίας
sécurité de l'
emploi
ασφάλεια της θέσης εργασίας
visa pour recherche d'
emploi
θεώρηση για αναζήτηση εργασίας
évaluation des
emplois
αξιολόγηση των θέσεων εργασίας
évolution de l'
emploi
εξέλιξη της απασχόλησης
Get short URL