DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Earth sciences containing arrêts | all forms
FrenchGreek
appareil d'arrêtόργανο αποκλεισμού
appareil d'arrêtστοιχείο αποκλεισμού
arrêt de soupapeαναστολέας ανοίγματος της βαλβίδας
avec arrêt au centreμε επικεντρωμένο ανασχετήρα
facteur de récupération de pression d'arrêtσυντελεστής ανάκτησης ολικής πίεσης
point d'arrêtσημείο στασιμότητας ροής
point d'arrêtσημείο ανακοπής
pouvoir d'arrêtαπώλεια ειδικής ενέργειας
pouvoir d'arrêt absoluβαθμός διηθήσεως
pouvoir d'arrêt absoluαπόλυτη ικανότητα διηθήσεως
pouvoir d'arrêt atomiqueενεργός διατομή πεδήσεως
pouvoir d'arrêt atomiqueανά άτομο ικανότης πεδήσεως
pouvoir d'arrêt linéique par radiationγραμμική ισχύς πέδησης λόγω εκπομπής ακτινοβολίας
pouvoir d'arrêt massique par collisionsμαζική ισχύς πέδησης λόγω κρούσεων
pouvoir d'arrêt massique par radiationμαζική ισχύς πέδησης λόγω εκπομπής ακτινοβολίας
pouvoir d'arrêt nominalονομαστική ικανότητα διηθήσεως
pouvoir d'arrêt relatifαπόδοση φίλτρου
pouvoir d'arrêt total atomiqueολική ανά άτομο ικανότητα πεδήσεως
pouvoir d'arrêt total linéiqueολική γραμμική ικανότητα πεδήσεως
pouvoir d'arrêt total massiqueολική μαζική ικανότητα πεδήσεως
pression d'arrêtπίεση στασιμότητας
pression d'arrêtολική πίεση
pression d'arrêtπίεση ανακοπής
pression d'arrêtπίεση πιτότ
robinet d'arrêt au refoulementβαλβίδα παύσης της κατάθλιψης
robinet d'arrêt à l'aspirationβαλβίδα παύσης της αναρρόφησης
régulation par marche-arrêt en fonction de la pressionαυτόματος ρυθμιστής πίεσης
régulation par marche-arrêt en fonction de la pressionON-OFF
temps d'arrêtχρόνος ακινητοποίησης
température d'arrêt adiabatiqueολική θερμοκρασία
zone d'arrêtπεριοχή στασιμότητας
zone d'arrêtπεριοχή ανακοπής
à l'arrêtσβησμένος
à l'arrêtεκτός
à l'arrêtαποσυνδεδεμένος