Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Maltese
Polish
Portuguese
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Terms
for subject
Communications
containing
alimentation
|
all forms
|
exact matches only
French
Greek
alimentation
axiale
τροφοδότης κορυφής
alimentation
axiale
τροφοδότηση κορυφής
alimentation
axiale
τροφοδοτική κεραία κορυφής
alimentation
Cutler
διπλός τροφοδότης με διαφορά φάσης 180°
alimentation
de fonctionnement
πλήρης λειτουργική ισχύς
alimentation
du poste d'abonné
τροφοδοσία ισχύος τηλεφωνικής συσκευής
alimentation
en courant restreint
συνθήκη περιορισμένης ισχύος
alimentation
en courant restreint
λειτουργία σε συνθήκες περιορισμένης ισχύος
alimentation
générale
γενικό τροφοδοτικό
alimentation
hors service
κατάσταση με την τροφοδοσία "εκτός"
alimentation
latérale
πλευρική τροφοδοτική κεραία
alimentation
latérale
πλαγίως τροφοδοτική κεραία
alimentation
normale
συνθήκη κανονικής ισχύος
alimentation
par fentes
διπλός τροφοδότης με διαφορά φάσης 180°
alimentation
par le secteur
λειτουργία με τροφοδοσία από κύριο δίκτυο
alimentation
permanente des signaux
συνεχής τροφοδοσία των σημάτων
alimentation
scalaire
βαθμωτός τροφοδότης
alimentation
scalaire
βαθμωτός σηματοτροφοδότης
alimentation
simple
απλή παροχή
alimentation
traversière
διαπεραστική τροφοδοτική κεραία
antenne Cassegrain avec
alimentation
excentrée
κεραία κασεγκρέν με εκκεντρική τροφοδότηση
antenne lentille à microondes à
alimentation
par réseau d'éléments à commande de phase
φακοειδής κεραία μικροκυμάτων τροφοδοτούμενη από συμφασικά στοιχεία
antenne à deux reflecteurs avec
alimentation
excentrée
κεραία διπλού ανακλαστήρας με εκκεντρική τροφοδότηση
avertisseur d'
alimentation
συσκευή προειδοποίησης τροφοδοσίας
châssis d'
alimentation
ικρίωμα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος
conditions d'
alimentation
en service restreint
συνθήκες περιορισμένης ισχύος
conditions d'
alimentation
restreinte
συνθήκες περιορισμένης ισχύος
conducteur d'
alimentation
power lead
cordon d'
alimentation
sur l'allume-cigare
εμβυσματώσιμος απομονωτής φορτιστή
courant d'
alimentation
du microphone
τροφοδοσία πομπού
fréquence de l'
alimentation
électrique
συχνότητα της τροφοδοσίας ισχύος
gain du réflecteur secondaire d'
alimentation
απολαβή δευτερεύοντος κατόπτρου σηματοτροφοδότησης
gain du réflecteur secondaire d'
alimentation
απολαβή δευτερεύοντος ανακλαστήρα σηματοτροφοδότησης
ligne d'
alimentation
τροφοδότης
ligne d'
alimentation
τροφοδοτικό στοιχείο
ligne d'
alimentation
en fréquences radioélectriques
σηματοτροφοδότης ραδιοσυχνοτήτων
ligne d'
alimentation
en radiofréquences
σηματοτροφοδότης ραδιοσυχνοτήτων
ligne d'
alimentation
à faibles pertes
σηματοτροφοδότης χαμηλής απώλειας
logique de boîte d'
alimentation
λογικό κύκλωμα τροφοδότησης
mesures en absence d'
alimentation
συνθήκη χωρίς τροφοδοσία
mesures en absence d'
alimentation
μετρήσεις χωρίς τροφοδοσία
module d'
alimentation
δομοστοιχείο τροφοδοσίας
plot d'
alimentation
ακροδέκτης τροφοδοτικού
pont d'
alimentation
γέφυρα μετάδοσης
réflecteur parabolique avec
alimentation
décalée
παραβολικός ανακλαστήρας με εκκεντρική τροφοδότηση
réflecteur à
alimentation
défocalisée
ανακλαστήρας με εκκεντρική τροφοδότηση
réserve d'
alimentation
radio
εφεδρική ενεργειακή πηγή για τον ασύρματο
réserve d'
alimentation
radio
εφεδρική πηγή ενέργειας για την τροφοδότηση ασυρμάτου
réserve d'
alimentation
radio
εφεδρική ενέργεια ασυρμάτου
signal d'absence d'
alimentation
σήμα βλάβης τροφοδοσίας
source d'
alimentation
1
πηγή ισχύος 1
source d'
alimentation
d'essai
πηγή ισχύος δοκιμής
source d'
alimentation
d'essai extrême
πηγή ακραίας ισχύος δοκιμής
sources d'
alimentation
πηγές τροφοδοσίας ισχύος
station de répéteurs à
alimentation
indépendante
άμεσα τροφοδοτούμενος αναμεταδοτικός σταθμός
système d'
alimentation
du satellite
ενεργειακό σύστημα με δορυφόρο
TE branché sur la source d'
alimentation
1
ΤΕ που τροφοδοτείται από πηγή ισχύος 1
tension d'
alimentation
τάση πηγής τροφοδοσίας
transfert d'appels réseau sur panne d'
alimentation
μεταφορά σε διακοπή ισχύος
transfert sur panne d'
alimentation
μεταφορά σε διακοπή ισχύος
équipement d'
alimentation
électrique
ηλεκτρικός εξοπλισμός
Get short URL