Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Terms
for subject
Metallurgy
containing
air
|
all forms
|
exact matches only
French
Greek
aiguille à
air
σύρμα ή ράβδος ανοίγματος οπών αερισμού
air
entraîné
παγιδευμένος αέρας
air
entraîné
εγκλωβισμένος αέρας
air
occlus
παγιδευμένος αέρας
air
oxygéné
αέρας εμπλουτισμένος με οξυγόνο
air
parasite
παρασιτικός αέρας
aire
de coupe
περιοχή κοπής
aire
de la surface d'essai
έκταση επιφάνειας δοκιμής
aire
de référence
περιοχή δειγματοληψίας
aire
de référence
περιοχή αναφοράς
aire
portante
φέρουσα επιφάνεια
aire
portante
επιφάνεια επαφής
appareil à
air
chaud
αεροθερμαντήρας Cowper
buse à
air
ακροφύσιο αέρα
chalumeau aéro-gaz à
air
aspiré
καυστήρας αερίου-αέρος
chalumeau aéro-gaz à
air
comprimé
φλογοαυλός αερίου-πεπιεσμένου αέρα
chalumeau aéro-gaz à
air
comprimé
καυστήρας αερίου-πεπιεσμένου αέρα
chalumeau aéro-gaz à
air
soufflé
καυστήρας αερίου-αέρος με αέρα υπό πίεση
cloche à
air
comprimé
αεροφυλάκιο πεπιεσμένου αέρα για υποβρύχιο φλογοκόπτη
coulées normales à l'
air
τήγματα χυτευμένα στον αέρα με τον συνηθισμένο τρόπο
coupage à l'arc
au
charbon avec jet d'air comprimé
κοπή με πεπιεσμένο αέρα και τόξο με ηλεκτρόδιο άνθρακα
coupage à l'arc avec jet d'
air
comprimé
κοπή με πεπιεσμένο αέρα και ηλεκτρικό τόξο
coupage à l'arc avec électrode métallique et jet d'
air
comprimé
κοπή με πεπιεσμένο αέρα και μεταλλικό ηλεκτρόδιο
durcissement à l'
air
βαφή με αέρα
durcissement à l'
air
πήξιμο με τον αέρα
débit d'
air
κατανάλωση αέρα
enveloppe d'
air
κώνος αέρα
four à circulation d'
air
κάμινος κυκλοφορίας αέρα
foyer à
air
chaud
αναγεννητής θερμότητας
foyer à
air
chaud
αεροθερμαντής
foyer à
air
chaud
cowper
garantir l'
air
ταπώνω
gougeage à l'arc
au
charbon avec jet d'air comprimé
σκάψιμο με ηλεκτρικό τόξο χρησιμοποιώντας πεπιεσμένο αέρα και ηλεκτρόδιο άνθρακα
humidité de l'
air
comprimé
υγρασία του πεπιεσμένου αέρα
inductance mutuelle de compensation du flux dans l'
air
αλληλεπαγωγή για εξουδετέρωση αέριας εκροής
la trempe s'effectue à l'huile, dans un courant d'
air
sec, ou en bain chaud
η ψύξη πραγματοποιείται σε λάδι,σε ρεύμα ξηρού αέρα ή σε θερμό αλατούχο λουτρό
la tôle a été recuite dans un four continu, puis refroidie à l'
air
το έλασμα αναθερμάνθηκε σε κλίβανο συνεχούς ροής και στην συνέχεια ψύχθηκε στον αέρα
le refroidissement à l'
air
donne lieu à la formation de bainite
ο σχηματισμός του βεανίτη λαμβάνει χώρα κατά την ψύξη στο περιβάλλον
machine à
air
comprimé
χυτόπρεσα
machine à
air
comprimé
μηχανή έγχυσης με πεπιεσμένο αέρα
moteur d'entrainement à
air
αεροκινητήρας
moteur à
air
αεροκινητήρας
normalisation refroidissement à l'
air
εξομάλυνση με ψύξη στο περιβάλλον
patentage à l'
air
θέρμανση στους 850-1100° C και κατόπιν απόψυξη σε ατμοσφαιρικό αέρα
patentage à l'
air
αεροπατεντίωση
porte-buse à
air
κάλυμμα ακροφυσίου
pression d'
air
πίεση του αέρα
prise à l'
air
πήξιμο με τον αέρα
procédé à l'
air
enrichi souflé par le fond
μέθοδος με εμφύσηση αέρα οξυγόνου από τον πυθμένα
procédé à l'
air
soufflé par le fond
μέθοδος με εμφύσηση αέρα από τον πυθμένα
refroidissement à l'
air
μη ελεγχόμενη απόψυξη
refroidissement à l'
air
απόψυξη στον αέρα
rideau d'
air
comprimé
κώδωνας πεπιεσμένου αέρα
résistance après séchage à l'
air
αντοχή άμμου σκληρυμένης σε ξηρό αέρα
sableuse à
air
comprimé
μηχανή αφαίρεσης άμμου με πεπιεσμένο αέρα
soudage a l arc a l
air
libre
συγκόλληση με ορατό βολταϊκό τόξο
support de buse à
air
κάλυμμα ακροφυσίου
sèchage à l'
air
ξήρανση με αέρα
tirage d'
air
αερισμός
tirer l'
air
ανοίγω κανάλια αερισμού
tour en l'
air
εναέριος τόρνος
traînée d'
air
οπή αερισμού
traînée d'
air
εξαερισμός
trempe à l'
air
αυτοβαφή
trempe à l'
air
βαφή σε αέρα
trempe à l'
air
βαφή στον αέρα
trempe à l'
air
αεροσκλήρυνση
trempe à l'
air
soufflé
βαφή σε συμπεπιεσμένο αέρα
trempe à l'
air
soufflé
βαφή σε πεπιεσμένο αέρα
trempe à l'huile, ou à l'
air
calme ou par soufflage de vent
απότομη ψύξη με λουτρό λαδιού ή με καθησυχασμένο αέρα ή με ρεύμα αέρα
trou d'
air
κανάλι αερισμού
Get short URL