Greek | Spanish |
Όσον αφορά την Κύπρο, το παρόν η παρούσα πράξη συνιστά πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή που συνδέεται με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παρ. 2, της πράξης προσχώρησης του 2003. | Por que respecta a Chipre, el presente acto constituye un acto que desarrolla el acervo de Schengen o está relacionado con él de otro modo en el sentido del artículo 3, apartado 2, del Acta de adhesión de 2003. |
άδεια προβλεπόμενη από το νόμο | vacaciones legales |
άδεια προβλεπόμενη από το νόμο | fiesta laboral |
άδεια χορηγούμενη από το κράτος | autorización por el Estado |
έγγραφο που ζητεί το Δικαστήριο | documentos que estime convenientes el Tribunal de Justicia |
έκδοση αποσπάσματος από το μητρώο | expedición de un extracto del registro |
έκπτωση από το δικαίωμα οδήγησης | privación del derecho de conducir |
έκπτωση από το δικαίωμα οδήγησης | anulación del derecho de conducir |
έκπτωση από το δικαίωμα της συνταξιοδότησης | declarar la privación del derecho del interesado a la pensión |
έλεγχος από το δικαστήριο ΕΖΕΣ | control por parte del Tribunal de la AELC |
έλεγχος σχετικά με το αν συνεχίζει να υφίσταται μια ποικιλία | verificación técnica de la existencia de una variedad |
έρευνα φακέλου από το κοινό | consulta pública de los expedientes |
έχω αναβολή από το στρατό | prorrogar |
έχων το καθεστώς του πρόσφυγα | refugiado reconocido |
αίτημα που περιλαμβάνει το αντικείμενο της πληρωμής | requerimiento con indicación del objeto del pago |
αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε με απόφαση της...,το δικαστήριο Χ,στην υπόθεση...κατά... | petición de decisión prejudicial presentada mediante resolución del tribunal X,dictado el...,en el asunto entre...y... |
αγαθά προερχόμενα από το τελικό στάδιο κατανάλωσης | bien procedente de la fase final del consumo |
αγωγή με το ίδιο αίτημα | acción concurrente |
ακίνητα και κινητά που έχουν υποστεί βλάβη από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός | inmuebles y muebles afectados por el mismo siniestro |
ακίνητα και κινητά που καλύπτονται από το ίδιο ασφαλιστήριο | inmuebles y muebles cubiertos por una misma póliza |
Αλ Κάιντα για το Ισλαμικό Μαγκρέμπ | Al Qaeda del norte del África islámica |
Αλ Κάιντα για το Ισλαμικό Μαγκρέμπ | Al Qaeda del Magreb Islámico |
αμέλεια περί το καθήκον | incumplimiento de un deber |
αμοιβή από το εταιρικό κεφάλαιο | pago en forma de acciones |
ανέχομαι τη χρήση του κοινοτικού σήματος στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμα αυτό | tolerar el uso de la marca comunitaria en el territorio en el que el derecho esté protegido |
αναίρεση από το Δικαστήριο αποφάσεως του Πρωτοδικείου | anulación de la resolución del Tribunal de Primera Instancia por el Tribunal de Justicia |
αναγνώριση από το Σύνταγμα | ratificar la constitucionalidad |
ανακοίνωση που αφορά τη διαγραφή υποθέσεων από το πρωτόκολλο | anuncio relativo al archivo de un asunto |
αναλαμβάνω το βάρος συντήρησης ενός παιδιού | asumir la carga de un niño |
αναπροσαρμόζω το κατώτατο ημερομίσθιο με βάση το κόστος ζωής | ajustar el salario mínimo interprofesional al coste de la vida |
ανεξαρτησία επί του προϋπολογισμού που διαθέτει το κράτος μέλος | soberanía presupuestaria del Estado |
ανιών του οποίου το βάρος συντήρησης έχει ο ασφαλισμένος | ascendiente a cargo del asegurado |
Kανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές | Reglamento Roma I |
Kανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές | Reglamento del Parlamento Europeo y del Consejo sobre la ley aplicable a las obligaciones contractuales |
αντικείμενο κυριότητας το οποίο υφίσταται χωριστά από την επιχείρηση | objeto de propiedad independiente de la empresa |
αντιπρόσωπος αρμόδιος για το διακανονισμό των ζημιών | representante para la liquidación de siniestros |
ανώτατο όριο αποδοχών πάνω από το οποίο δεν καταβάλλονται εισφορές | tope máximo de cotización |
ανώτατο όριο αποδοχών πάνω από το οποίο δεν καταβάλλονται εισφορές | cotización máxima a la seguridad social |
αξιοποιώ το δικαίωμα που προκύπτει έναντι τρίτου | hacer valer el derecho frente a un tercero |
απαγόρευση της χρήσης του κοινοτικού σήματος το οποίο έχει καταχωρηθεί επ'ονόματι ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου | prohibición de utilización de la marca comunitaria registrada a nombre de un agente o de un representante |
απαλλάσσω από τη φορολογία το κέρδος της μόνιμης εγκατάστασης στο εξωτερικό | exonerar el beneficio del establecimiento permanente extranjero |
αποδεικτικό της εντολής προς το δικηγόρο | prueba del poder otorgado al Abogado |
αποδοχές κατά το χρόνο συνταξιοδότησης | remuneración final |
αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής | aceptación a beneficio de inventario |
αποδυνάμωση του δικαιώματος που παρέχει το κοινοτικό σήμα | agotamiento del derecho conferido por la marca comunitaria |
αποζημίωση του δικαιοδόχου από το δικαιοπάροχο | indemnización del franquiciado en caso de discontinuidad de la operación franquiciada |
αποζημίωση του δικαιοπαρόχου από το δικαιοδόχο | indemnización del franquiciador en caso de incumplimiento por el franquiciado |
αποκλεισμός από το καθεστώς του πρόσφυγα λόγω διάπραξης εγκλημάτων | denegación de asilo por delitos |
απορρίπτω το ένδικο μέσο της αναίρεσης ως απαράδεκτο | no admitir el recurso de casación |
απόφαση έκπτωσης από το δικαίωμα οδήγησης | decisión de privación del derecho de conducir |
απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι το Πρωτοδικείο έχει συγκροτηθεί κανονικά | declaración por el Presidente del Tribunal de Justicia de que el Tribunal de Primera Instancia se halla debidamente constituido |
Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών | Decisión marco relativa a la orden de detención europea y a los procedimientos de entrega entre Estados miembros |
αρχαιότητα διεκδικούμενη για το κοινοτικό σήμα | antigüedad reivindicada para la marca comunitaria |
ασφάλιση για το θάνατο προστάτη οικογενείας | seguro en favor de supervivientes |
ασφάλιση για το θάνατο προστάτη οικογενείας | seguro de vida |
γενικός νόμος για το εμπόριο και τον ανταγωνισμό | ley general sobre comercio y competencia |
γονέας που διαθέτει το δικαίωμα προσωπικής επαφής | progenitor titular del derecho de visita |
γραπτό κείμενο που προέρχεται από το διάδικο που το επικαλείται | escrito procedente de la parte que lo aduce |
δάσος το οποίο δεν υφίσταται ζημιές από τη βόσκηση | pastable |
δάσος το οποίο δεν υφίσταται ζημιές από τη βόσκηση | adecuado para el pastoreo |
Δήλωση αριθ. 17 σχετικά με το δικαίωμα της πρόσβασης στην πληροφόρηση | Declaración relativa al derecho de acceso a la información |
δίκαιο που πηγάζει από το νόμο | derecho legal |
δίωξη του αδικήματος σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους | perseguir el delito según su propio Derecho penal |
δαπάνες τις οποίες πραγµατοποιεί το θύµα | gastos sufragados por la víctima |
Δεδομένου ότι η παρούσα πράξη αποσκοπεί στην ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν η Δανία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου, θα αποφασίσει, εντός εξαμήνου από την έκδοση της παρούσας πράξης από το Συμβούλιο, εάν θα την εφαρμόσει στο εθνικό της δίκαιο. | Dado que el presente acto desarrolla el acervo de Schengen, Dinamarca, de conformidad con el artículo 4 de dicho Protocolo, decidirá, dentro de un período de seis meses a partir de que el Consejo haya tomado una medida sobre el presente acto, si lo incorpora a su legislación nacional. |
Δεύτερο πρωτόκολλο για την ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά την ερμηνεία της συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο | Segundo Protocolo por el que se atribuyen al Tribunal de Justicia de las Comunidades Europeas determinadas competencias en materia de interpretación del convenio sobre la ley aplicable a las obligaciones contractuales |
διάδικος του οποίου το όνομα αναγράφεται πρώτο | parte en el procedimiento nombrada en primer lugar |
διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλος | carácter duradero de la convergencia conseguida por el Estado miembro |
διάταξη που αφορά το κριτήριο της πρωτοτυπίας | disposición relativa al criterio de originalidad |
διαγράφω το σήμα από το μητρώο | cancelar la marca en el registro |
διαγραφή της υποθέσεως από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου | hacer constar el archivo del asunto en el Registro del Tribunal de Justicia |
Διακήρυξη για το δικαίωμα στην ανάπτυξη | Declaración sobre el derecho al desarrollo |
Διαμεσολαβητής της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης για το Μοστάρ | Defensor del pueblo de la Unión Europea para Mostar |
διασώζω το πλοίο ή το φορτίο | salvar el buque o el cargamento |
διατηρώ το δικαίωμα επιλογής των προμηθευτών | conservar la posibilidad de elegir proveedores |
διαφορά συναφής με το αντικείμενο της Συνθήκης | controversia relacionada con el objeto del Tratado |
διαχειριστής από το νόμο | administrador legal |
διαχειριστής από το νόμο | representante legal |
διαχειριστής από το νόμο | administrador fiduciario legal |
Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας | Tribunal Internacional del Derecho del Mar |
διεθνής επιτροπή για το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων | Comisión Lando |
διεθνής επιτροπή για το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων | Comisión Internacional del Derecho Contractual Europeo |
Διεθνής Συμφωνία για το βόειο κρέας | Acuerdo Internacional de la Carne de Bovino |
δικαίωμα αναφοράς προς το ΕΚ | derecho de petición ante el Parlamento Europeo |
δικαίωμα που παρέχει το σήμα | derecho conferido por la marca |
δικαίωμα ως προς το φορτίο του πλοίου | crédito privilegiado sobre el cargamento del buque |
δικαιολογητικό σχετικό με το κατάλυμα | justificante de alojamiento |
δικαιολογητικό σχετικό με το κατάλυμα | documento justificativo del establecimiento de hospedaje |
δικαιολογητικό σχετικό με το κατάλυμα | documento justificativo de la existencia de lugar de hospedaje |
δικαιολογητικό το οποίο αφορά την κατάλυση | justificante de alojamiento |
δικαιολογητικό το οποίο αφορά την κατάλυση | documento justificativo del establecimiento de hospedaje |
δικαιολογητικό το οποίο αφορά την κατάλυση | documento justificativo de la existencia de lugar de hospedaje |
δικαιώματα που παρέχει το κοινοτικό σήμα | derechos conferidos por la marca comunitaria |
δικαστήριο κράτους μέλους που οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο | órgano jurisdiccional nacional obligado a someter plantear la cuestión al Tribunal de Justicia |
δικαστήριο του τόπου όπου έχει παραχθεί το ζημιογόνο γεγονός | tribunal del lugar en que se ha producido el hecho dañoso |
διοργανικό σύστημα αυτοματοποιημένης τεκμηρίωσης σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο | sistema interinstitucional de documentación informatizada sobre derecho comunitario |
δράσεις που αναλαμβάνονται από το Κοινό Κέντρο ΕρευνώνΚΚΕ | actividades llevadas a cabo por el Centro Común de Investigaciones |
εγγύηση προς το δικαστήριο | fianza de litigante |
εδαφική περιοχή στην οποία το προγενέστερο σήμα απολαύει προστασίας | territorio en que esté protegida la marca anterior |
ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο | Comité especial designado por el Consejo |
ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο | comité especial designado por el Consejo |
ειδοποιώ το κράτος μέλος | formular una advertencia al Estado miembro |
Εισηγητική έκθεση του πρωτοκόλλου που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ´Ενωση σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της σύμβασης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σε γαμικές διαφορές | Informe explicativo sobre el Protocolo celebrado sobre la base del artículo K.3 del Tratado de la Unión Europea relativo a la interpretación, por el Tribunal de Justicia de las Comunidades Europeas, del Convenio sobre la competencia, el reconocimiento y la ejecución de resoluciones judiciales en materia matrimonial |
εισόδημα από επενδύσεις για το οποίο έχει καταβληθεί ο φόρος | dividendos y retenciones |
εκμεταλλεύομαι μια εφεύρεση,κατασκευάζοντας το σχετικό προϊόν | explotar el invento fabricándolo |
εκτελεστικός κανονισμός σχετικά με τη Σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | Reglamento de Ejecución del Convenio sobre la Patente Europea |
εκτελεστικός κανονισμός σχετικά με τη Σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | Reglamento de Ejecución del Convenio sobre Concesión de Patentes Europeas |
εκτιμώ το βάσιμο προσφυγής | apreciar el fundamento de un recurso |
ενοποίηση με το γενικό καθεστώς | asimilación al régimen general |
εξέταση των πραγματικών περισταστικών από το Γραφείο αυτεπαγγέλτως | examen de oficio de los hechos por la Oficina |
εξαίρεση από το δεδικασμένο | excepción de cosa juzgada |
εξαίρεση της έρευνας από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | franquicia de la investigación |
εξασφαλίζω το απόρρητο των ερευνών | garantizar la confidencialidad de la investigación |
εξομοίωση του κοινοτικού σήματος με το εθνικό σήμα | asimilación de la marca comunitaria a la marca nacional |
επίδοση που έγινε είτε στο ίδιο το πρόσωπο είτε στην κατοικία του | notificación personal o a domicilio |
επεκτείνω το πεδίο ισχύος μιας συλλογικής σύμβασης | ampliar el ámbito de un convenio colectivo |
Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη επί διασυνοριακών διαφορών μέσω της θέσπισης στοιχειωδών κοινών κανόνων σχετικά με το ευεργέτημα πενίας στις διαφορές αυτές | Comité de aplicación de la Directiva destinada a mejorar el acceso a la justicia en los litigios transfronterizos mediante el establecimiento de reglas mínimas comunes relativas a la justicia gratuita para dichos litigios. |
επιτροπή της σύμβασης για το διεθνές εμπόριο των ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας που απειλούνται με εξαφάνιση | Comité del Convenio sobre comercio internacional de especies amenazadas de flora y fauna silvestres |
Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου | Comisión de las Naciones Unidas para el Derecho Mercantil Internacional |
Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου | Comisión de las Naciones Unidas para el Derecho Comercial Internacional |
επιφέρω την αστική ευθύνη για το όργανο | incurrir en responsabilidad civil la institución |
εργάτης αμοιβόμενος με το χρόνο απασχόλησης | trabajador remunerado por tiempo trabajado |
εργάτης αμοιβόμενος με το χρόνο απασχόλησης | trabajador remunerado por horas trabajadas |
εργασία αμειβόμενη με το κομμάτι | trabajo remunerado por unidad de obra realizada |
εργασία αμοιβόμενη με το χρόνο | trabajo a tiempo real |
εργασία με μειωμένο κατά το ήμισυ ωράριο | puesto de media jornada |
εταιρίες που διέπονται από το δίκαιο διαφόρων Kρατών μελών | sociedades sujetas a legislaciones nacionales diferentes |
εφαρμογή του εθνικού δικαίου προς το σκοπό της απαγόρευσης της χρήσης κοινοτικών σημάτων | aplicación del derecho nacional para la prohibición del uso de marcas comunitarias |
εφαρμοστέο δίκαιο του τόπου όπου έχει την έδρα το επιλαμβανόμενο δικαστήριο | derecho aplicable en el lugar donde el tribunal tenga su sede |
η άρση των περιορισμών προϋποθέτει το συντονισμό των... | la supresión de las restricciones quedará subordinada a la coordinación de... |
η Kοινότης καθιερώνει την κατάλληλη συνεργασία με το Συμβούλιο της Eυρώπης | la Comunidad establecerá todo tipo de cooperación adecuada con el Consejo de Europa |
ιδιαίτερα περιστατικά της διαφοράς που επιλαμβάνεται το δικαστήριο | circunstancias que son propias del litigio presentado ante el tribunal |
ισχύς για το μέλλον | efecto in futurum |
κέρδος σχετικά με το απόθεμα | beneficio adscrito a la existencia |
κίνδυνος συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα | riesgo de asociación con la marca anterior |
καθίσταται γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο | descubrimiento de un hecho de tal naturaleza que pueda tener una influencia decisiva y que era desconocido del Tribunal de Justicia |
κανονική έκπτωση του επιβληθέντος κατά το προηγούμενο στάδιο φόρου | deducción normal del impuesto aplicado en la fase precedente |
κανονισμοί,οδηγίες και αποφάσεις που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο | reglamentos,directivas y decisiones adoptados conjuntamente por el Parlamento Europeo y el Consejo |
κανονισμός για το εξωτερικό εμπόριο | Reglamento de comercio exterior |
κανονισμός για το επίδομα επιβίωσης αναπήρων και επίδομα εργασίας αναπήρων | Reglamento de subsidio de subsistencia para minusválidos y subsidio de trabajo para minusválidos |
Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές Ρώμη II | Roma II |
Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές Ρώμη II | Reglamento del Parlamento Europeo y del Consejo relativo a la ley aplicable a las obligaciones extracontractuales |
Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές Ρώμη II | Reglamento "Roma II" |
κατά το ορθόν και το ίσον ex aequo et bono | ex aequo et bono (ex aequo et bono) |
κατά το χρόνο επιδόσεως της αγωγής | en el momento de la notificación de la demanda |
καταγγέλλω το πρωτόκολλο | denunciar el protocolo |
καταχώρηση της παραίτησης από το σήμα | registro de la renuncia a la marca |
κεντρικό τμήμα του δικαστηρίου για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | sala central del Tribunal de la Patente Comunitaria |
κεφάλαιο που αρχικά σχηματίσθηκε με απαλλαγή από το φόρο | provisión constituida inicialmente con franquicia del impuesto |
κοινοτική νομοθεσία για το περιβάλλον | Derecho comunitario en materia de medio ambiente |
κράτηση από το μισθό | deducción salarial |
κρίση για το παραδεκτό ενός ισχυρισμού | decisión sobre la admisibilidad de un motivo |
κρίση για το παραδεκτό του ισχυρισμού | decisión sobre la admisibilidad del motivo |
κρατικό όργανο αρμόδιο για το διορισμό | autoridad con poder de nombramiento |
κυρωμένο αντίγραφο ; πιστό επικυρωμένο αντίγραφο; το πιστόν του αντιγράφου | copia compulsada |
κυρωμένο αντίγραφο ; πιστό επικυρωμένο αντίγραφο; το πιστόν του αντιγράφου | copia fehaciente |
κυρωμένο αντίγραφο ; πιστό επικυρωμένο αντίγραφο; το πιστόν του αντιγράφου | copia certificada conforme |
κυρωμένο αντίγραφο ; πιστό επικυρωμένο αντίγραφο; το πιστόν του αντιγράφου | copia auténtica |
κυρωμένο αντίγραφο ; πιστό επικυρωμένο αντίγραφο; το πιστόν του αντιγράφου | copia certificada |
κυρωμένο αντίγραφο ; πιστό επικυρωμένο αντίγραφο; το πιστόν του αντιγράφου | copia autenticada |
κύριο έγκλημα από το οποίο προέρχονται οι νομιμοποιούμενες πρόσοδοι | delito principal relacionado con actividades ilícitas de blanqueo de capitales |
με το ταχυδρομείο ως συστημένο | por correo certificado |
μειώνω το προσωπικό | reducir la plantilla |
μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο | previa consulta al Parlamento Europeo |
μετάφραση που αποδίδει το πρωτότυπο κείμενο | la traducción se ajusta al texto original |
μεταθέτω το βάρος απόδειξης | desplazar la carga de la prueba |
νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου,το οποίο λειτουργεί υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου | entidad de derecho público que opera en régimen de derecho privado |
Νομικός και δικαστικός χώρος μετά το Μάαστριχτ | Espacio jurídico y judicial después de Maastricht |
νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αφορούν το καθεστώς της τελωνειακής αποταμίευσης | reglamentarias y administrativas relativas al régimen de los depósitos aduaneros |
νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αφορούν το καθεστώς της τελωνειακής αποταμίευσης | disposiciones legales |
νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αφορούν το καθεστώς των ελεύθερων ζωνών | reglamentarias y administrativas relativas al régimen de zonas francas |
νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αφορούν το καθεστώς των ελεύθερων ζωνών | disposiciones legales |
νόμος για το επίδομα επιβίωσης αναπήρων και το επίδομα εργασίας αναπήρων | Ley sobre el subsidio de subsistencia para minusválidos y sobre el subsidio de trabajo para minusválidos |
νόμος για το οικονομικό και φορολογικό καθεστώς για τις Καναρίους Νήσους | Ley sobre el régimen económico y fiscal de las islas Canarias |
νόμος για το οκτάωρο | ley de las ocho horas |
νόμος σχετικά με το ατομικό βοήθημα στέγασης | Ley de ayuda a la vivienda individual |
νόμος σχετικά με το ομοσπονδιακό επίδομα | Ley federal sobre el subsidio de asistencia |
νόμος σχετικά με το ομοσπονδιακό επίδομα | Ley federal sobre las asignaciones de asistencia |
νόμος σχετικά με το ομοσπονδιακό επίδομα | Ley Federal de asignaciones de asistencia |
οδηγία για το γενικό σύστημα | directiva relativa al sistema general |
οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο | directiva sobre el comercio electrónico |
οδηγία σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα | Directiva sobre procedimientos de asilo |
οδηγία σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα | Directiva del Consejo sobre normas mínimas para los procedimientos que deben aplicar los Estados miembros para conceder o retirar la condición de refugiado |
οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις που εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο | los reglamentos, las directivas y las decisiones adoptadas conjuntamente por el Parlamento Europeo y el Consejo |
οι οδηγίες προς τον γραμματέα θεσπίζονται από το Δικαστήριο | las instrucciones al Secretario se adoptarán por el Tribunal de Justicia |
ορισμός από το νόμο | definición legal |
Παγκόσμια Υπουργική Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το οργανωμένο διεθνικό έγκλημα | Conferencia Ministerial Mundial sobre la Delincuencia Transnacional Organizada |
παράλειψη εκτελέσεως υποχρέωσης για την άσκηση επίβλεψης ή ελέγχου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο | imcumplimiento de una obligación de supervisión o control con arreglo al Derecho nacional |
παράλειψη εξετάσεως των παρατηρήσεων που διατύπωσε το κράτος | no consideración de las observaciones formuladas por el Estado |
παραίτηση από το σήμα | renuncia a la marca |
παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο | violación del Derecho comunitario por parte del Tribunal de Primera Instancia |
παραιτούμαι από το δικαίωμα να υποβάλω απάντηση ή ανταπάντηση | renunciar a su derecho de presentar réplica o dúplica |
παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο και καθ'όλο το εικοσιτετράωρο | vigilar permanentemente la interceptación en tiempo real |
παραποίηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για το οποίο χορηγείται άδεια εκμετάλλευσης | falsificación de la patente objeto de licencia |
παρουσιάζω στην έκθεση υπό το κατατεθέν σήμα | presentar en la exposición con la marca solicitada |
παροχές που προβλέπονται από το νόμο | prestaciones legales |
πληροφορία για το καθεστώς των δικαιωμάτων | información para la gestión de derechos |
ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο | consecuencias penales previstas en su legislación nacional |
πολυεπιστημονική ομάδα εργασίας για το οργανωμένο έγκλημα | Grupo multidisciplinar "Delincuencia organizada" |
πολυεπιστημονική ομάδα εργασίας για το οργανωμένο έγκλημα | Grupo de trabajo multidisciplinario sobre la delincuencia organizada |
Πολυτομεακή ομάδα για το οργανωμένο έγκλημα | Grupo multidisciplinar sobre delincuencia organizada |
πολυτομεακή ομάδα για το οργανωμένο έγκλημα | Grupo multidisciplinar "Delincuencia organizada" |
πολυτομεακή ομάδα για το οργανωμένο έγκλημα | Grupo de trabajo multidisciplinario sobre la delincuencia organizada |
Πράξη για την τροποποίηση του Πρωτοκόλλου περί του καταστατικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με την οποία εξουσιοδοτείται το Συμβούλιο των διοικητών να ιδρύσει Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων | Acta por la que se modifica el Protocolo sobre los Estatutos del Banco Europeo de Inversiones y se faculta al Consejo de Gobernadores para crear un Fondo Europeo de Inversiones |
πράξη της οποίας το κύρος ή η ερμηνεία αμφισβητείται | acto cuya validez o interpretación se cuestiona |
Πράσινο βιβλίο για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και το σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην Ευρώπη | Libro Verde sobre la patente comunitaria y el sistema de patentes en Europa |
προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας για το σήμα | derecho de prioridad invocado en apoyo de la marca |
προβλεπόμενη από το νόμο εξαίρεση | exención de derecho |
προσδιορίζω το μέτρο της ποινής | establecer una sanción |
προσδιορισμός αξίας με βάση το εισόδημα | valoración por rentas |
προσπορισμός αθέμιτου όφελους από το διακριτικό χαρακτήρα του σήματος | aprovecharse indebidamente del carácter distintivo de la marca |
προσφορά υπηρεσιών υπό το διακριτικό αυτό σημείο | ofrecer servicios con el signo |
προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από κράτος μέλος ή το Συμβούλιο κατά αποφάσεων και συστάσεων της Ανώτατης Αρχής | recursos de nulidad anulación interpuestos contra las decisiones y recomendaciones Decisiones y Recomendaciones de la Alta Autoridad por uno de los Estados miembros o por el Consejo |
προσωρινή απαλλαγή από το φόρο εισφοράς | exención temporal del impuesto sobre aportaciones de capital |
προϊόν για το οποίο χορηγείται άδεια | producto bajo licencia |
προϊόν που καλύπτεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | producto protegido por la patente |
προϊόντα με βάση το κρέας | productos cárnicos |
Πρωτόκολλο για την εξακολούθηση της ισχύος της συμφωνίας για το διεθνές εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών,Γενεύη | Protocolo por el que se mantiene en vigor el Acuerdo relativo al comercio internacional de los textiles, Ginebra |
πρωτόκολλο για την ερμηνεία από το ΔΕΚ της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Protocolo relativo a la interpretación por el Tribunal de Justicia del Convenio, de 27.09.1968, sobre la competencia judicial y la ejecución de resoluciones judiciales en materia civil y mercantil |
Πρωτόκολλο περί ερμηνείας από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων και εκτελέσεως των αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων | Protocolo relativo a la interpretación por el Tribunal de Justicia del Convenio, de 27.09.1968, sobre la competencia judicial y la ejecución de resoluciones judiciales en materia civil y mercantil |
Πρωτόκολλο περί ερμηνείας από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως εταιριών και νομικών προσώπων | Protocolo relativo a la interpretación por el Tribunal de Justicia del Convenio, de 29 de febrero de 1968, sobre el reconocimiento mutuo de las sociedades y personas jurídicas |
Πρωτόκολλο σχετικά με τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία που θεσπίζεται με το άρθρο 42 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση | Protocolo sobre la cooperación estructurada permanente establecida por el artículo 42 del Tratado de la Unión Europea |
Πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την προσχώρηση της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών | Protocolo sobre el apartado 2 del artículo 6 del Tratado de la Unión Europea relativo a la adhesión de la Unión al Convenio Europeo para la Protección de los Derechos Humanos y de las Libertades Fundamentales |
πρόσωπο το οποίο έχει καταχωρηθεί με την ιδιότητα του δικαιούχου | persona registrada en calidad de titular |
πρόσωπο του οποίου το όνομα είναι καταχωρημένο στα δημοτολόγια | persona inscrita a título principal en los registros de la población |
πρότυπο για το εθνικό δίκτυο | derecho nacional que toma como modelo el Convenio |
πρώτο πρωτόκολλο για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές | Primer Protocolo relativo a la interpretación por el Tribunal de Justicia del Convenio sobre la ley aplicable a las obligaciones contractuales |
ρευστοποιώ το ενεργητικό εταιρείας | convertir los activos de la sociedad en dinero |
σήμα που θα μπορούσε να παραπλανήσει το κοινό | marca que puede inducir al público a error |
σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον | en contra del interés común |
σημείο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς | cuestión en litigio |
στέρηση μιας συνθήκης από το αντικείμενό της | frustrar el objeto de un tratado |
συγγένεια προς το τέκνο | linaje |
συγγένεια προς το τέκνο | filiación |
συμβάσεις "με το κλειδί στο χέρι" | contrato llave en mano |
συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση | parte contratante requerida |
Συμβουλευτική Eπιτροπή για το Φόρο Προστιθέμενης Aξίας | Comité consultivo del Impuesto sobre el Valor Añadido |
Συμφωνία για την εφαρμογή του Μέρους ΧΙ της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982 | Acuerdo relativo a la aplicación de la Parte XI de la Convención de las Naciones Unidas sobre el Derecho del Mar |
Συμφωνία για το εξωτερικό γερμανικό χρέος,που υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου 1953 | Acuerdo sobre las deudas exteriores alemanas, firmado en Londres el 27 de febrero de 1953 |
συμφωνία για το λογαριασμό πυρηνικής ασφάλειας | Acuerdo sobre la Cuenta de Seguridad Nuclear |
Συμφωνία σχετική με την εφαρμογή του μέρους XI της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θαλάσσης | Acuerdo relativo a la aplicación de la parte XI de la Convención de las Naciones Unidas sobre el Derecho del Mar |
συμφωνίες για το ωράριο εργασίας | acuerdos sobre jornada de trabajo |
συνέδριο του οποίου η σύγκλιση προβλέπεται από το καταστατικό | congreso ordinario |
συνέδριο του οποίου η σύγκλιση προβλέπεται από το καταστατικό | asamblea ordinaria |
συνεδρίαση προβλεπόμενη από το καταστατικό | asamblea estatutaria |
συνεδρίαση προβλεπόμενη από το καταστατικό | reunión estatutaria |
Συνθήκη για το δίκαιο των σημάτων | tratado sobre el derecho de marcas |
συνιδιοκτησία πλειόνων με συμφωνία ότι σε περίπτωση θανάτου του το μερίδιο του προαποβιώσαντος περιέρχεται στον επιζώντα συγκύριο | propiedad conjunta de varias personas con reversión a favor del supérstite |
σχέδιο ή υπόδειγμα με το οποίο έρχεται σε σύγκρουση | diseño rival |
σχέσεις με το περιβάλλον | condiciones ambientales |
σύγκρουση ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο | conflicto de leyes |
σύζυγος του οποίου η διατροφή βαρύνει το δικαιούχο της συντάξεως | cónyuge a cargo |
Σύμβαση για την εκτέλεση των αποφάσεων περί εκπτώσεως από το δικαίωμα οδήγησης | convenio relativo a la ejecución de las decisiones en materia de caducidad de los permisos de conducción |
Σύμβαση για το δίκαιο που διέπει τις συμβατικές ενοχές | Convenio sobre la ley aplicable a las obligaciones contractuales |
Σύμβαση για το Δίκαιο των Συμβάσεων | Convención sobre el derecho de convenios |
σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | Convenio sobre la concesión de patentes europeas |
σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | Convenio sobre la patente europea |
σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | Convenio sobre concesión de patentes europeas |
Σύμβαση για το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας | Convenio sobre la patente europea |
Σύμβαση για το εφαρμοστέο Δίκαιο στα τροχαία ατυχήματα | Convenio sobre la Ley Aplicable en Materia de Accidentes de Circulación por Carretera |
Σύμβαση για το εφαρμοστέο Δίκαιο στις συμβατικές ενοχές | Convenio sobre la Ley aplicable a las Obligaciones Contractuales |
Σύμβαση για το εφαρμοστέο Δίκαιο στις συμβατικές ενοχές | Convenio de Roma I |
σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές υποχρεώσεις | Convenio sobre la ley aplicable a las obligaciones contractuales |
Σύμβαση για το καθεστώς των ανιθαγενών | Convención sobre el Estatuto de los Apátridas |
Σύμβαση για το καθεστώς των ανιθαγενών | Convención de Nueva York de 28 de Septiembre de 1954 sobre el Estatuto de los Apátridas |
Σύμβαση για το καταστατικό των ευρωπαϊκών σχολείων | Convenio por el que se establece el Estatuto de las Escuelas europeas |
σύμβαση εργασίας διεπομένη από το ιδιωτικό δίκαιο | contrato de trabajo de derecho privado |
Σύμβαση καταρτιζόμενη βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία θεσπίζεται το σύστημα "Eurodac" για την αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο | Convenio celebrado en virtud del artículo K.3 del Tratado de la Unión Europea, relativo a la creación del sistema "Eurodac" para la comparación de las impresiones dactilares de los solicitantes de asilo |
σύμβαση που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο | contrato sometido al derecho inglés |
σύμβαση προβλεπόμενη από το νόμο | contrato nominado |
Σύμβαση της Χάγης για το εφαρμοστέο δίκαιο σε ορισμένα δικαιώματα επί τίτλων που κατέχονται από διαμεσολαβητές | Convenio sobre la ley aplicable a ciertos derechos sobre valores depositados en un intermediario |
Σύμβαση του Λουξεμβούργου για το Κοινοτικό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας | Convenio de Luxemburgo sobre la patente comunitaria |
σύμβαση χρήσης ακινήτου υπό το καθεστώς της χρονομεριστικής ιδιοκτησίας | contrato de utilización de un bien inmueble en régimen de disfrute a tiempo compartido |
σύμβαση χρήσης ακινήτου υπό το καθεστώς της χρονομεριστικής ιδιοκτησίας | contrato de multipropiedad |
σύμφωνος με το Σύνταγμα | constitucional |
σύμφωνος με το Σύνταγμα | conforme a la constitución |
σύστημα λογοτύπων για το "έκσταση" | Sistema Europol de Logos del Éxtasis |
τίθεμαι σε ισχύ' επέρχεται το αποτέλεσμα | surtir efectos |
τίθεμαι σε ισχύ' επέρχεται το αποτέλεσμα | surtir efecto |
τα τρία το πολύ κράτη μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών | los tres Estados miembros,como máximo,más eficaces en cuanto a la estabilidad de precios |
τεχνογνωσία που συνδέεται με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | know-how accesorio a la patente |
τμήμα δεσμευόμενο από το σκεπτικό της απόφασης του τμήματος προσφυγών | instancia vinculada por los motivos de la sala de recurso |
το αιτούν δικαστήριο | órgano jurisdiccional remitente |
το ακατάσχετο των αποσκευών | inmunidad de decomiso |
το αμέσως ανώτερο από το αρμόδιο δικαστήριο | jurisdicción que le sea inmediatamente superior |
το αντικείμενο της αγωγής | fondo de la acción |
το αντιτάξιμο έναντι των τρίτων | oponibilidad frente a terceros |
το αντιτάξιμο έναντι των τρίτων | efectos frente a terceros |
το ανώτατο δικαστήριο | tribunal supremo |
το ανώτατο δικαστήριο της Δανίας | Tribunal supremo danés |
το απαραβίαστο | inviolabilidad |
το απαραβίαστο | inmunidad |
το Γραφείο καλεί τους διαδίκους σε συμβιβασμό | la Oficina invita a las partes a una conciliación |
το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκεται το πράγμα | estatuto real (lex loci rei sitae, lex loci situs, lex rei sitae, lex situs) |
το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκεται το πράγμα | ley del país en que se hallan los bienes (lex loci rei sitae, lex loci situs, lex rei sitae, lex situs) |
το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκεται το πράγμα | ley del lugar de la cosa (lex loci rei sitae, lex loci situs, lex rei sitae, lex situs) |
το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκεται το πράγμα | lex rei sitae (lex loci rei sitae, lex loci situs, lex rei sitae, lex situs) |
το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος | ley del lugar de la cosa (lex loci rei sitae, lex loci situs, lex rei sitae, lex situs) |
το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος | estatuto real (lex loci rei sitae, lex loci situs, lex rei sitae, lex situs) |
το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος | ley del país en que se hallan los bienes (lex loci rei sitae, lex loci situs, lex rei sitae, lex situs) |
το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος | lex rei sitae (lex loci rei sitae, lex loci situs, lex rei sitae, lex situs) |
το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή | ley del fuero (lex fori) |
το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή | ley del foro (lex fori) |
το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή | lex fori (lex fori) |
το διαθέσιμον | reserva |
το διαθέσιμον | medios |
το διαθέσιμον | disponibilidad |
το διαιτητικό όργανο εκλέγει τον πρόεδρό του | el órgano de arbitraje designará a su presidente |
το δικαίωμα αντιτάσσεται κατά τρίτων | el derecho se podrá oponer a terceros |
το δικαίωμα συνδέεται με τη διαμονή του αιτούντος | el derecho depende de la residencia del solicitante |
το Δικαστήριο απαλλάσσει από τα καθήκοντά του | el Tribunal de Justicia podrá destituir a |
το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά | se desestima el recurso en todo lo demás |
το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις | el Tribunal de Justicia será competente para pronunciarse, con carácter prejudicial |
το Δικαστήριο αποφασίζει επί προδικαστικών ζητημάτων που του παραπέμπονται | el Tribunal de Justicia se pronunciará sobre las cuestiones prejudiciales que le sean planteadas |
το Δικαστήριο αποφασίζει κεκλεισμένων των θυρών | el Tribunal de Justicia resolverá a puerta cerrada |
το δικαστήριο εκδίδει απόφαση διαλύσεως μιας εταιρείας | el juez pronuncia la disolución de una sociedad |
το δικαστήριο εκδόσεως exequatur | el juez del exequatur |
το Δικαστήριο θεσπίζει τον κανονισμό διαδικασίας του | el Tribunal de Justicia establecerá su reglamento de procedimiento |
το Δικαστήριο συνεδριάζει εν ολομελεία | el Tribunal de Justicia se reunirá en sesión plenaria |
το δικονομικό δίκαιο ενός κράτους μέλους | derecho procesal de un Estado miembro |
το Ελεγκτικό Συνέδριο εξασφαλίζει τον έλεγχο των λογαριασμών | la fiscalización,o control de cuentas,será efectuada por el Tribunal de Cuentas |
το επιλαμβανόμενο δικαστήριο | órgano jurisdiccional que conoce del litigio, del asunto |
το επιλαμβανόμενο δικαστήριο | tribunal ante el que se formula la demanda |
το εργατικό δίκαιο και οι όροι εργασίας | el Derecho del trabajo y las condiciones de trabajo |
το εργατικό δικαστήριο που έχει συσταθεί με το δανικό νόμο της 21ης Απριλίου 1964 | tribunal de trabajo instituido por la Ley danesa de 21 de abril de 1964 |
το ζήτημα αν συμβιβάζεται η συμφωνία που πρόκειται να συναφθεί με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ | compatibilidad del acuerdo proyectado con las disposiciones del Tratado CEE |
το ζημιούμενο Kράτος μέλος | el Estado miembro perjudicado |
το θεμιτό | licitud |
το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη | el régimen de la propiedad en los Estados miembros |
το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για να επιληφθεί μιας διαφοράς | el juez que está más calificado territorialmente para conocer de un litigio |
το κράτος αναγνωρίσεως | Estado de reconocimiento |
το κράτος εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως | el Estado en el que ha sido dictada una resolución |
το λειτούργημα της επιτροπείας | autoridad tutelar |
το μέρος που καταγγέλλει τη σύμβαση | autor de la rescisión del contrato |
το μέρος που προκαλεί τη λύση της σύμβασης | autor de la rescisión del contrato |
το παράνομο μιας πράξεως ενός κοινοτικού οργάνου | ilegalidad de un acto dimanante de una Institución comunitaria |
το παραδεκτό | admisibilidad |
Το παρόν η παρούσα πράξη συνιστά πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή που συνδέεται με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παρ. 2, της πράξης προσχώρησης του 2005. | El presente acto constituye un acto que desarrolla el acervo de Schengen o está relacionado con él de otro modo en el sentido del artículo 4, apartado 2, del Acta de adhesión de 2005 |
το πραγματικό | elementos de hecho |
το Πρωτοδικείο εδρεύει στο Δικαστήριο | sede del Tribunal de Primera Instancia en el Tribunal de Justicia |
το Πρωτοδικείο συνεδριάζει εν ολομελεία | Tribunal de Primera Instancia reunido en Pleno |
το πρωτότυπο της κλήσεως | original de la cédula de emplazamiento |
το Kράτος που θέλει να θεσπίσει ή να τροποποιήσει τις εσωτερικές διατάξεις | el Estado que pretendiere adoptar o modificar disposiciones nacionales |
το σήμα παύει να παράγει αποτελέσματα | la marca deja de producir sus efectos |
το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης | criterios jurídicos esenciales fundamentadores de una sentencia |
το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης | ratio decidendi |
το συμβατό | compatibilidad |
το συμβιβάσιμο | compatibilidad |
το Συμβούλιο συζητεί με την Eπιτροπή και,κατά περίπτωση,με... | el Consejo consultará a la Comisión y, en su caso, a... |
τόπος όπου έχει παραχθεί το ζημιογόνο γεγονός | lugar donde se hubiere producido el hecho dañoso |
υποθέσεις έχουσες το ίδιο αντικείμενο, εγείρουσες το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται το κύρος της ιδίας πράξεως | asuntos que tengan el mismo objeto o que planteen la misma cuestión de interpretación o que cuestionen la validez del mismo acto |
υποκείμενο προς το οποίο απευθύνεται ο κανόνας δικαίου | afectado por una norma jurídica |
υποχρέωση να εκπληρώσουν το έργο τους ευσυνείδητα και αμερόληπτα | deber de cumplir su función en conciencia y con toda imparcialidad |
υποχρέωση του δικαστή η οποία απορρέει από το αξίωμά του | obligación derivada para el Juez de su cargo |
υποχρέωση ως προς το αποτέλεσμα | obligación de resultado |
υπόθεση που έχει διαγραφεί από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου | asunto cancelado del registro del Tribunal |
φέρω το βάρος συντήρησης ενός παιδιού | 2) tener un niño a su cargo |
φέρω το βάρος συντήρησης ενός παιδιού | 1) tener un hijo a cargo |
φόρος κατά το προηγούμενο στάδιο | impuesto soportado |
ώρες κατά τις οποίες η γραμματεία είναι ανοικτή για το κοινό | horas de apertura al público de la Secretaría |