DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing σχέδιο | all forms
GreekSpanish
ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει ατομικότηταel diseño posee carácter singular
επιλέξιμο σχέδιοproyecto subvencionable
η επιτροπή συνδιαλλαγής εγκρίνει κοινό σχέδιοel Comité de Conciliación aprueba un texto conjunto
νέο σχέδιο ή υπόδειγμαdiseño nuevo
Πολυετές σχέδιο δράσης 2009-2013 σχετικά με την ευρωπαϊκή ηλεκτρονική δικαιοσύνηPlan de acción plurianual 2009-2013 relativo a la justicia en red europea
πρότυπο σχέδιο εγκατάστασηςmanual de los planos de instalación tipo
σχέδιο έρευναςmemorándum de planificación
σχέδιο ή υπόδειγμαdiseño
σχέδιο ή υπόδειγμα με το οποίο έρχεται σε σύγκρουσηdiseño rival
σχέδιο ή υπόδειγμα προσιτό στο κοινόdiseño hecho público
σχέδιο αναθεωρήσεως των συνθηκών οι οποίες θεμελιώνουν την'Ενωσηproyecto de revisión de los Tratados sobre los que se funda la Unión
σχέδιο αποφάσεωςproyecto de decisión
σχέδιο απόφασηςconclusiones provisionales
σχέδιο ασφάλειας της ευρύτερης περιοχής της Βηρυτούplan de seguridad del gran Beirut
Σχέδιο δράσης για τη δημιουργία αγοράς υπηρεσιών στον τομέα των πληροφοριώνPlan de acción para la creación de un mercado de servicios de la información
σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση των ναρκωτικώνplan de acción para la lucha contra la droga
σχέδιο δράσης στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεωνplan de acción en el ámbito de la justicia y los asuntos de interior
σχέδιο επίδειξηςacción de demostración
σχέδιο εφαρμογής της νομοθεσίας για την ιδιοκτησίαplan de aplicación de la legislación sobre la propiedad
σχέδιο κοινού ενδιαφέροντοςproyecto de interés común
σχέδιο νομοθετικής διάταξηςproyecto de disposición legal
σχέδιο πολιτικής προσωπικούplan de política de personal
σχέδιο συμβάσεως "Βρυξέλλες ΙΙ"proyecto de convenio "Bruselas II
σχέδιο συμβάσεως "Νεάπολις ΙΙ"proyecto de convenio "Nápoles II
σχέδιο σύστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσηςproyecto de constitución de la Unión europea
σχέδιο υπουργικής απόφασηςproyecto de Decreto Ministerial