DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Employment containing σε | all forms | exact matches only
GreekSpanish
εργαζόμενος σε πολύ μειονεκτική θέσηtrabajador muy desfavorecido
Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεωνDirectiva sobre derechos adquiridos