Greek | Spanish |
άλλη αίτηση βασιζόμενη σε νέα περιστατικά | otra demanda fundada en hechos nuevos |
άσκηση σε πρώτο βαθμό των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στο Δικαστήριο | ejercicio en primera instancia de las competencias atribuidas al Tribunal de Justicia |
έγκριση τύπου σε ένα στάδιο | homologación de tipo de una sola vez |
έγκριση τύπου σε διαδοχικά στάδια | homologación de tipo por etapas |
έκπτωση των εισφορών που καταβάλλονται σε αλλοδαπά ταμεία συντάξεων | deducción de las contribuciones pagadas a fondos de pensiones extranjeros |
έλλειμμα σε εργατικό δυναμικό | déficit de mano de obra |
αίτηση βασιζόμενη σε νέα περιστατικά | demanda fundada en elementos nuevos |
αίτηση για κήρυξη σε πτώχευση | petición de quiebra |
ανάγνωση της αποφάσεως ή διατάξεως σε δημόσια συνεδρίαση | lectura de la sentencia o del auto en audiencia pública |
ανάθεση υποθέσεως σε τμήμα | atribuir el asunto a una Sala |
αναίρεση περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα | recurso de casación limitado a cuestiones de derecho |
αναπλήρωση του γραμματέως σε περίπτωση κωλύματος | sustitución del Secretario en caso de impedimento |
ανατύπωση του κοινοτικού σήματος σε λεξικά | reproducción de la marca comunitaria en diccionarios |
ανεφοδιασμός σε αποθεματικά του ΕΣΚΤ | suministro de reservas en el SEBC |
αντισταθμιστικός μισθός σε περίπτωση μείωσης του χρόνου εργασίας | compensación salarial |
ανώτατο όριο μισθού που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές | tope máximo de cotización a la Seguridad Social |
απαλλαγή από τη φορολογία υπό τον όρο της επανεπένδυσης σε πάγια στοιχεία | exención supeditada a la reinversión |
απεργία των εργαζομένων σε οικοδομικές εργασίες | huelga del sector de la construcción |
αποδοχές υποκείμενες σε εισφορές | percepción sujeta a cotización |
αποδοχή σε άσκηση | admisión en período de prácticas |
αποζημίωση που καταβάλλεται σε μάρτυρα | compensación pagadera a testigo |
αποζημίωση που καταβάλλεται σε πραγματογνώμονα | compensación pagadera a perito |
αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης δημοσιογράφου | indemnización por despido de periodista |
αποφασίζω σε ολομέλεια | decidir en sesión plenaria |
απόδειξη που βασίζεται σε απλές ενδείξεις | prueba consistente en indicios |
απόδειξη πρώτης παρουσίας σε δίκη | prueba por apariencia |
απόρριψη που βασίζεται σε ένσταση | denegación fundada en una oposición |
απόφαση περί αναθέσεως της υποθέσεως σε τμήμα | decisión por la que se atribuye un asunto |
απόφαση που απευθύνεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο | decisión destinada a una persona física o jurídica |
απόφαση που δεν υπόκειται σε ανακοπή | sentencia firme |
απόφαση που δεν υπόκειται σε ανακοπή | sentencia contra la que no se podrá formular oposición |
απόφαση που εκδόθηκε σε αστικό θέμα από ποινικό δικαστήριο | resolución dictada en materia civil por una jurisdicción penal |
απόφαση που υπόκειται σε προσφυγή | resolución que admite recurso |
απόφαση υποκείμενη σε ανακοπή | sentencia contra la que se podrá formular oposición |
απόφαση υποκείμενη σε προσφυγή | decisión recurrible |
αρμοδιότητα να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό | competencia para conocer en primera instancia |
αρμοδιότητα σε θέματα απομίμησης και εγκυρότητας | competencia en materia de violación y de validez |
αρμοδιότητα σε θέματα παραποίησης και εγκυρότητας | competencia en materia de violación y de validez |
αρμοδιότητες σε θέματα εξωτερικών σχέσεων | competencias externas |
ασυλία σε συνάρτηση με την άσκηση καθηκόντων | inmunidad funcional |
βιομηχανική περιοχή που βρίσκεται σε παρακμή | región industrial en declive |
βρίσκομαι σε ανεργία | estar parado |
βρίσκομαι σε ανεργία | estar desempleado |
γέννηση του δικαιώματος σε ασφαλιστικές παροχές | nacimiento del derecho a prestaciones |
γεννά αποτελέσματα; τίθεται σε ισχύ; ισχύει | surtir efecto resolución |
δήμευση που δεν βασίζεται σε καταδίκη | decomiso no basado en condena |
δίκαιο σε θέματα προστασίας των καταναλωτών | derecho en materia de protección de los consumidores |
δίκη σε θέματα απομίμησης | litigio en materia de violación de marca |
δίκη σε θέματα εγκυρότητας κοινοτικών σημάτων | litigio en materia de validez de las marcas comunitarias |
δίκη σε θέματα παραποίησης | litigio en materia de violación de marca |
Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις | Segundo Protocolo adicional al Convenio Europeo de Asistencia Judicial en Materia Penal |
δημοσίευση λογαριασμών σε ECU | publicación de las cuentas en ecus |
δημόσιος υπάλληλος σε διαθεσιμότητα | funcionario en situación de disponibilidad |
δημόσιος υπάλληλος σε διαθεσιμότητα | funcionario disponible |
διάθεση των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σε αποκωδικοποιημένη μορφή | comunicación interceptada presentada claramente |
διάλογος μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε κοινοτικό επίπεδο | diálogo entre interlocutores sociales en al ámbito comunitario |
διάλογος μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε κοινοτικό επίπεδο | diálogo entre interlocutores sociales en el ámbito comunitario |
διάρθρωση σε εθελοντική βάση | estructura voluntaria |
διαδικασία που ισχύει σε περίπτωση πολλών καταγγελλόντων | procedimiento aplicable en caso de pluralidad de partes reclamantes |
διαδικασία σε υποθέσεις προσωπικής καταστάσεως των φυσικών προσώπων και διαδικασίες που αφορούν τα συναφή θέματα | procedimiento en tema de estado y procedimientos conexos |
διαιρέσεις της χώρας σε δήμους ή κοινότητες | subdivisiones municipales del territorio nacional |
διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | mediación en asuntos civiles y mercantiles |
διαμόρφωση εν καιρώ μιας κοινής αμυντικής πολιτικής,η οποία μπορεί,σε δεδομένη στιγμή,να οδηγήσει σε κοινή άμυνα | definición en el futuro de una política de defensa común que pudiera conducir en su momento a una defensa común |
διασφάλιση σε επίπεδο πεδίου | control jerárquico |
διατήρηση σπερμοφυούς μορφής σε τμήμα του δάσους | reserva |
διαφορές ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους | litigios entre empresarios y trabajadores |
διεθνής καταχώρηση με ισχύ σε ένα κράτος μέλος | registro internacional con efectos en un Estado miembro |
Διεθνής σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τη δικαιοδοσία αστικών δικαστηρίων σε υποθέσεις συγκρούσεως πλοίων,που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 10 Μαΐου 1952 | Convenio internacional para la unificación de ciertas reglas relativas a la competencia civil en materia de abordaje, firmado en Bruselas el 10 de mayo de 1952 |
διεθνής σύμβαση σχετικά με την αστική ευθύνη για ζημίες που οφείλονται σε ρύπανση από υδρογονάνθρακες | Convenio internacional sobre la responsabilidad civil por los daños causados por la contaminación por hidrocarburos |
διεθνής σύμβαση σχετικά με την αστική ευθύνη για ζημίες που οφείλονται σε ρύπανση από υδρογονάνθρακες | Convenio internacional sobre responsabilidad civil por daños causados por la contaminación de las aguas del mar por hidrocarburos |
διεθνής σύμβαση σχετικά με την αστική ευθύνη για ζημίες που οφείλονται σε ρύπανση από υδρογονάνθρακες | Convenio sobre la responsabilidad civil para la contaminación por hidrocarburos |
διεκδικώ τα δικαιώματά μου σε εύθετο χρόνο | hacer valer sus derechos en tiempo útil |
διευκολύνω τη χρήση του ECU και εποπτεύω την ανάπτυξή του,συμπεριλαμβανομένης της ομαλής λειτουργίας του συστήματος συμψηφισμού σε ECU | facilitar la utilización del ecu y supervisar su desarrollo,incluido el buen funcionamiento de su sistema de compensación |
δικαίωμα προειδοποίησης σε περίπτωση απόλυσης | derecho al preaviso |
δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον | derecho a un medio ambiente sano |
δικαίωμα σε δίκαιη δίκη | derecho a un juicio imparcial |
δικαίωμα σε δίκαιη δίκη | derecho a un juicio justo |
δικαίωμα σε δίκαιη δίκη | derecho a un proceso equitativo |
δικαίωμα σε δίκαιη δίκη | derecho a un juez imparcial |
δικαίωμα σε ιθεία δίκη | derecho a un proceso equitativo |
δικαίωμα σε ιθεία δίκη | derecho a un juicio justo |
δικαίωμα σε προνόμιο | derecho de opción |
δικαίωμα στο πλεόνασμα σε περίπτωση εκκαθαρίσεως | derecho superávit de liquidación |
δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε υποθέσεις ναυτικού δικαίου | competencia judicial en materia marítima |
δικαιοδόχος επιχείρηση σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας/franchise | empresa receptora de la franquicia |
δικαιοδόχος επιχείρηση σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας/franchise | empresa franquiciada |
δικαστική καταδίκη σε ξυλοδαρμό | apaleamiento ordenado por el tribunal |
δικηγόρος εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο | abogado autorizado para ejercer |
δικηγόρος εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο κράτους μέλους | Abogado autorizado para ejercer en uno de los Estados miembros |
διορισμός σε άλλη απασχόληση | nuevo destino |
διορισμός σε άλλη απασχόληση | nueva asignación |
διορισμός σε μία θέση | adscripción a un puesto |
δυνατότητα αναθέσεως πραγματογνωμοσύνης σε οποιοδήποτε πρόσωπο,σώμα,γραφείο,επιτροπή ή όργανο | posibilidad de encomendar la elaboración de un dictamen pericial a cualquier persona, corporación, gabinete técnico, comisión u órgano |
είμαι αρμόδιος να προβαίνω σε ορισμένες ενέργειες | ser competente para algo |
είμαι αρμόδιος να προβαίνω σε ορισμένες ενέργειες | ser competente en algo |
εγκαθίσταμαι σε αλλοδαπό κράτος | establecerse en el extranjero |
εγκεκριμένοι πληρεξούσιοι οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι σε πίνακα | representantes autorizados inscritos en una lista |
Εγχειρίδιο για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Manual práctico sobre el funcionamiento del Convenio de La Haya, de 15 de noviembre de 1965, relativo a la notificación o traslado en el extranjero de documentos judiciales y extrajudiciales en materia civil o comercial |
εγχειρίδιο για τις αστυνομικές αρχές και τις αρχές ασφαλείας όσον αφορά τη συνεργασία σε σημαντικά γεγονότα με διεθνή διάσταση | Manual para las autoridades de policía y seguridad relativo a la cooperación en grandes acontecimientos de dimensión internacional |
ειδική άδεια απουσίας για τη συμμετοχή νέων σε προγράμματα εκπαίδευσης στελεχών | permiso para cursos de formación de mandos jóvenes |
εισηγητές σε γραφείο Δικαστή | letrados |
Εισηγητική έκθεση του πρωτοκόλλου που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ´Ενωση σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της σύμβασης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σε γαμικές διαφορές | Informe explicativo sobre el Protocolo celebrado sobre la base del artículo K.3 del Tratado de la Unión Europea relativo a la interpretación, por el Tribunal de Justicia de las Comunidades Europeas, del Convenio sobre la competencia, el reconocimiento y la ejecución de resoluciones judiciales en materia matrimonial |
εισφορά σε είδος | aportación en especie |
εισφορά σε κινητό ή ακίνητο | aportación mobiliaria o inmobiliaria |
εισφορές σε είδος | aportación en especie |
εκδικάζω απόφαση σε σύντομο χρόνο | pronunciarse en breve plazo |
εκδικάζω σε πρώτο βαθμό | encargado de conocer en primera instancia |
εκθέτω τη γνώμη μου σε κάποιον | exponer su posición a alguien |
εκπαιδεύομαι σε άλλο επάγγελμα | reconvertirse |
εκπαιδεύομαι σε άλλο επάγγελμα | reciclarse |
εκπρόσωπος επικουρούμενος από σύμβουλο ή δικηγόρο εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο ενός των κρατών μελών | Agente asistido por un Asesor o un Abogado autorizado para ejercer en uno de los Estados miembros |
εκτέλεση σε κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία | embargo de los bienes muebles e inmuebles |
ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής του | libre acceso a toda actividad asalariada de su elección |
εμπειρογνώμων σε θέματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας | experto en propiedad industrial |
εμπειρογνώμων σε θέματα επαγγελματικών σχέσεων | experto en relaciones profesionales |
ενεργώ ως πληρεξούσιος σε θέματα σημάτων | actuar en calidad de representante en materia de marcas |
ενεχύραση της ασφάλειας σε μετρητά | garantía prendaria en efectivo |
εντολή δικαστικής εκπροσώπησης σε δικηγόρο | designación de procurador |
εντολή δικαστικής εκπροσώπησης σε δικηγόρο | designación de abogado |
οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιούνται ενώπιον των πολιτικών ή ποινικών δικαστηρίων, σε δίκες που έχουν αντικείμενο τη μη τήρηση της κτηνιατρικής νομοθεσίας | ... informaciones obtenidas ... en el marco de acciones judiciales o de diligencias instruidas por incumplimiento de las normativas ... |
εξαναγκασμός σε στείρωση | esterilización forzada |
εξασφαλίζω αποκλειστικότητα σε περιορισμένο χρόνο | garantir una exclusiva limitada en el tiempo |
επάγγελμα σε ζήτηση | profesión escasa de personal |
επάγγελμα σε ζήτηση | profesión deficitaria en personal |
επένδυση σε ακίνητα | inversión inmobiliaria |
επένδυσις σε θυγατρική εταιρία | participación |
επαναπασχολώ σε άλλη θέση εργασίας | reinsertar |
επανεντάσσω αυτόματα τα ποσά που είχαν εκπέσει σε προηγούμενη φορολογική χρήση | incorporar de oficio los importes previamente deducidos |
επανεπένδυση σε πάγια στοιχεία | reinversión en inmovilizaciones |
επιδίδω σε κάποιον προσωπικά | notificar personalmente |
Επιτροπή για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας Κανονισμός "Βρυξέλλες II" | Comité relativo a la competencia, el reconocimiento y la ejecución de resoluciones judiciales en materia matrimonial y de responsabilidad parental Reglamento Bruselas II |
εργάτης επιφανείας σε μεταλλείο | obrero de superficie |
εργάτης σε βαρειά εργασία | trabajador empleado en trabajos pesados |
εργάτης σε βαρειά εργασία | trabajador empleado en trabajos de fuerza |
εργαζόμενος σε οικοδομικά έργα | trabajador de la construcción |
εργασία σε διαδοχικές βάρδιες | trabajo continuo |
εργασία σε διαδοχικές βάρδιες | trabajo a turnos continuo |
εταιρεία εγκατεστημένη σε ζώνη ανάπτυξης | empresa situada en una zona de desarrollo |
Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί ενιαίου νόμου σε θέματα διαιτησίας | Convención europea que contiene una ley uniforme en materia de arbitraje |
ζήτημα που τίθεται σε ψηφοφορία | cuestión que haya de ser sometida a votación |
ζω σε ελεύθερη συμβίωση | vivir en concubinato |
ζω σε εξώγαμη συμβίωση | vivir en concubinato |
η ΕΚΤ έχει την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από την εθνική νομοθεσία | el BCE dispone de la capacidad jurídica más amplia concedida a las personas jurídicas con arreglo al respectivo derecho nacional |
η Eπιτροπή δύναται να προβαίνει σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους | la Comisión podrá proceder a todas las comprobaciones necesarias |
ηθική αυτουργία σε αξιόποινη πράξη | instigación de una infracción |
ηθικός αυτουργός σε αξιόποινη πράξη | instigador de una infracción |
ημερήσια απεργία σε εθνική κλίμακα | día de huelga general |
ηττηθείς διάδικος σε διαδικασία ανακοπής | parte vencida en un procedimiento de oposición |
θέση σε διαθεσιμότητα | pase a situación de disponibilidad |
θέση σε πρώτη ανάγνωση | posición en primera lectura |
θέτω πάλι σε ισχύ | hacer que vuelva a tener vigor |
θέτω σε ισχύ | aplicar, ejecutar, instrumentar |
θέτω σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης ΕΚ | poner en peligro la realización de los fines del Tratado |
κάλεσμα σε απεργία | llamamiento a la huelga |
Κέντρο μελετών για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε ποινικά και οικονομικά θέματα | Centro de estudios para la aplicación del Derecho comunitario en materia penal y financiera |
κήρυξη σε πτώχευση | declaración de quiebra |
κήρυξη σε πτώχευση | declaración judicial de quiebra |
κήρυξη του προσφεύγοντος σε πτώχευση | parte demandante declarada en quiebra |
καθήκοντα και αρμοδιότητες που ανάγονται σε κάθε θέση-τύπο | funciones y atribuciones de cada categoría de puesto |
κανονισμός αμοιβαίας χρησιμοποίησης βαγονιών σε διεθνή κυκλοφορία | Reglamento para el Empleo Recíproco de Vagones en Tráfico internacional |
Κανονισμός του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Reglamento del Consejo relativo a la competencia judicial, el reconocimiento y la ejecución de resoluciones judiciales en materia civil y mercantil |
Κανονισμός του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Reglamento "Bruselas I" |
κανόνας που εφαρμόζεται σε | norma aplicable a |
κατάτμηση σήματος οφειλόμενη σε εκούσια μεταβίβαση | fraccionamiento de una marca debido a una cesión voluntaria |
καταδίκη σε ποινή στερητική της ελευθερίας | pena aflictiva e infamante |
καταλήγω σε συμφωνία | llegar a un acuerdo |
καταλήγω σε συμφωνία | transigir |
καταχώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως σε σχετικά βιβλία του αρμοδίου δικαστηρίου | registrar una resolución judicial extranjera ante el tribunal competente |
κλήτευση με ανακοίνωση σε σχετικό πίνακα του δικαστηρίου | simple notificación en estrados |
κλήτευση σε προφορική διαδικασία | citación a procedimiento oral |
Κοινότητα που βασίζεται σε μια θρησκεία | comunidad basada en una religión |
μέλος που προβαίνει σε παράλληλες αγορές | socio que efectúa compras paralelas |
μέρισμα σε μετρητά | dividendo en efectivo |
μέτρο εμπορικής άμυνας σε περίπτωση ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων | medida de protección comercial en caso de dumping o de subvenciones |
μέτρο που υποκαθίσταται σε πρόστιμο | medida sustitutoria de una multa |
μαθητεία σε μεταλλωρυχεία | aprendizaje minero |
μαθητεία σε μεταλλωρυχεία | aprendizaje de minería |
μαθητευόμενος σε βιομηχανία | aprendiz industrial |
μαθητευόμενος σε βιομηχανία | aprendiz de la industria |
μαθητευόμενος σε τεχνικό επάγγελμα | aprendiz técnico |
μεσολάβηση σε ποινικό θέμα | mediación en materia penal |
μεσολάβηση σε ποινικό θέμα | mediación penal |
μεσολάβηση σε ποινικό θέμα | mediación en causas penales |
μετατρέπω την ποινή του θανάτου σε φυλάκιση | conmutar la pena de muerte por la de reclusión |
μετατροπή μιας ατομικής επιχείρησης σε εταιρεία | conversión de una empresa individual en sociedad |
μετατροπή σε αίτηση εθνικού σήματος | transformación en solicitud de marca nacional |
μετατροπή της επιχείρησης σε εταιρεία | transformación de la empresa en sociedad |
μετατροπή της προσόδου σε κεφάλαιο | conversión de la renta en capital |
μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο | transformación de pasivo en capital |
μεταφορά σε παλαιές αξίες στα βιβλία της εταιρείας | los valores históricos se incluyen en las cuentas de la sociedad |
μη κήρυξη σε πτώχευση | ausencia de quiebra |
μισθός σε χρήμα | salario en efectivo |
μισθός σε χρήμα | salario en metálico |
μισθός σε χρήμα | salario en dinero |
Νόμος για την κατάργηση των διατάξεων περί εγγείου ιδιοκτησίας που βασίζονται σε φυλετικά κριτήρια | Ley sobre la abolición de medidas relativas a la tenencia de tierras basadas en criterios raciales |
νόμος περί αποζημιώσεως κατά ατυχήματος για πρόσωπα που εκτελούν δημόσια καθήκοντα σε ορισμένες περιπτώσεις | Ley sobre las indemnizaciones por accidente de las personas que hayan participado en la realización de actividades oficiales en determinadas circunstancias |
νόμος περί ειδικού βοηθήματος σε ηλικιωμένους ανέργους | Ley sobre subsidios especiales para personas mayores desempleadas |
νόμος περί της παροχής εκπαίδευσης σε κοινωνικούς χορούς | Ley sobre la impartición de clases de baile de sociedad |
νόμος περί της παροχής εκπαίδευσης σε κοινωνικούς χορούς | Ley de escuelas de baile de la Región de Viena |
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. | El presente Reglamento será obligatorio en todos sus elementos y directamente aplicable en cada Estado miembro |
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. | El presente Reglamento será obligatorio en todos sus elementos y directamente aplicable en los Estados miembros de conformidad con el Tratado constitutivo de la Comunidad Europea |
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος | El presente Reglamento será obligatorio en todos sus elementos y directamente aplicable en cada Estado miembro |
οδηγία σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους | Directiva relativa al acceso a las redes de comunicaciones electrónicas y recursos asociados y a su interconexión |
οδηγία σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους | Directiva acceso |
οι αλλοδαποί που βρίσκονται σε αλλοδαπό κράτος | extranjeros que se encuentran en el extranjero |
οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε οργανισμό | las disposiciones del presente artículo se aplicarán a cualquier organismo |
Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή σε επίπεδο αναπληρωτών | Comité Económico y Financiero Suplentes |
ομάδα "δικαστική συνεργασία σε θέματα αστικού δικαίου" | grupo "Cooperación judicial civil" |
ομάδα "δικαστική συνεργασία σε θέματα αστικού δικαίου" | Grupo de cooperación judicial civil |
ονομαστικό μέρισμα σε μετρητά | dividendo nominal |
οργανόγραμμα διαδοχικών εργασιών απασχολουμένων σε μηχανές | gráficas hombre-máquina |
οργανόγραμμα διαδοχικών εργασιών απασχολουμένων σε μηχανές | diagrama hombre-máquina |
παράδοση της εξουσίας σε πολιτική κυβέρνηση | entregar el poder a un gobierno civil |
παράρτημα σε μία συλλογική σύμβαση | anexo de un convenio colectivo |
παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο και καθ'όλο το εικοσιτετράωρο | vigilar permanentemente la interceptación en tiempo real |
παραπομπή σε άλλο δικαστήριο | reenvío a otro tribunal |
παροχή βοηθημάτων σε οικογένειες | prestaciones familiares |
παροχή βοηθημάτων σε οικογένειες | subsidio familiar |
παροχή βοηθημάτων σε οικογένειες | ayuda familiar |
παροχή συμβουλευτικής εργασίας σε θέματα βρεφών | consulta pediátrica |
παροχή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες | prestar servicios a un usuario |
πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων σε διεθνές επίπεδο | perímetro de aplicación en el plano mundial |
περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα | activos en moneda extranjera |
περιουσιακό στοιχείο σε συνάλλαγμα | activo en moneda extranjera |
πιστοποιητικό επιτυχίας σε μια δοκιμασία | certificado de calificaciones |
πιστοποιητικό επιτυχίας σε μια εξέταση | certificado de calificaciones |
πράξη που υπόκειται σε άδεια του δικαιούχου | acto sujeto a restricciones |
πραγματοποιώ ένα στάδιο της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε ορισμένη δραστηριότητα | realización de una de las etapas fijadas para alcanzar la libertad de establecimiento en una determinada actividad |
προαιρετική ασφάλιση σε αλληλοβοηθητικό ταμείο | seguro mutualista privado |
προαιρετική ασφάλιση σε αλληλοβοηθητικό ταμείο | seguro con mutualidad privada |
προβαίνω σε έρευνα | proceder a una investigación |
προβαίνω σε μεταφορές πιστώσεων | transferir créditos |
προβαίνω σε παραχάραξη | cometer un delito de falsificación |
προθεσμία κλήτευσης σε δίκη | plazo |
προθεσμία κλήτευσης σε δίκη | moratoria |
προθεσμία προσδιοριζόμενη σε ημέρες,εβδομάδες,μήνες ή έτη | plazo expresado en días, semanas, meses o años |
προσδίδω πολυμερή χαρακτήρα σε μια συμφωνία | proceder a la multilateralización del acuerdo |
προσεπικαλώ τρίτο σε δίκη | demandar un tercero con vistas a obtener una declaración de resolución judicial común |
προσθήκη σε μία σύμβαση | suplemento a un contrato |
προσθήκη σε μία σύμβαση | adición a un contrato |
προσφυγές που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα σε θέματα ανταγωνισμού | recursos interpuestos por personas físicas o jurídicas en materia de competencia |
προσφυγή σε ανώτερο δικαστήριο | someter un asunto a una instancia superior |
προσφυγή σε μέσα αναστολών | recurso a medios dilatorios |
προσχωρώ σε μία συλλογική σύμβαση | adherirse a un convenio colectivo |
προσχώρηση σε μία σύμβαση | adhesión a un contrato |
προτροπή σε κατάδοση | incitación a la delación |
προϊστάμενο όργανο σε μια ιεραρχική σχέση | autoridad superior del servicio |
προϊστάμενο όργανο σε μια ιεραρχική σχέση | autoridad superior administrativa |
προϊστάμενο όργανο σε μια ιεραρχική σχέση | autoridad jerárquica |
προϊόν προβλεπόμενο σε σύμβαση | producto previsto en el contrato |
πρωτόκολλο για την ερμηνεία από το ΔΕΚ της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Protocolo relativo a la interpretación por el Tribunal de Justicia del Convenio, de 27.09.1968, sobre la competencia judicial y la ejecución de resoluciones judiciales en materia civil y mercantil |
πρόσθετη άδεια χορηγούμενη σε μητέρες μικρών παιδιών | permiso por hijos menores |
Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις | Protocolo adicional al Convenio Europeo de Asistencia Judicial en Materia Penal |
πρόσωπα υπαγόμενα σε καθεστώτα Κοινωνικής Ασφάλειας | personas sometidas a los regímenes de Seguridad Social |
πρόσωπο αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε νομισματικά ή τραπεζικά θέματα | persona de reconocido prestigio y experiencia profesional en asuntos monetarios o bancarios |
πρόσωπο που νομιμοποιείται να είναι διάδικος σε διαδικασία | persona admitida como parte en el procedimiento |
πρόσωπο υπαγόμενο σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης | persona afiliada a una institución de seguro |
πρώτο τέκνο που θεμελιώνει δικαίωμα σε οικογενειακά επιδόματα | primer hijo que genera derecho a los subsidios familiares |
πρώτο τέκνο που θεμελιώνει δικαίωμα σε οικογενειακά επιδόματα | primer hijo que genera derecho a las asignaciones familiares |
ρήτρα επιστροφής σε είδος εντός δοχείων | cláusulas de devolución de los depósitos en especie |
ρήτρα περιορισμού σε πράξη μεταβίβασης | restricción escriturada |
σε αντικανονική κατάσταση | infringiendo la normativa vigente |
σε αντικανονική κατάσταση | en situación irregular |
σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον | en contra del interés común |
σε εθνικό επίπεδο | a escala nacional |
σε επείγουσες περιπτώσεις | en caso de urgencia |
σε νομαρχιακό επίπεδο | a escala regional |
σε πίστωση αυτών | en fe de lo cual |
σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου | en caso de ausencia o de impedimento del presidente |
σε περίπτωση αφίξεως στον τόπο προορισμού χωρίς ζημία του φορτίου | en el caso de que el cargamento llegue sin daños a su destino |
σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου | en caso de incomparecencia del demandado |
σε περίπτωση ισοψηφίας | en caso de empate |
σε περίπτωση παραίτησης,απαλλαγής από τα καθήκοντα ή θανάτου | en caso de dimisión,cese o fallecimiento |
σε πρώτο βαθμό | en primera instancia |
σε συνεδρίαση περιορισμένης σύνθεσης, σε περιορισμένη σύνθεση | en composición restringida |
σε τελευταίο βαθμό | en última instancia |
συγγενείς σε πλάγια γραμμή | parientes en línea colateral |
συγγενείς σε πλάγια γραμμή | parientes colaterales |
συγγενείς σε πλάγια γραμμή | colaterales |
συγκεκαλυμμένη συνεισφορά σε είδος | aportación en especies disfrazada |
συμβόλαιο σε χρονική και υλική βάση | contrato en base al tiempo y materiales empleados |
συμμετέχω σε απεργιακή κινητοποίηση | hacer huelga |
συμμετέχω σε απεργιακή κινητοποίηση | estar en huelga |
συμμετέχω σε στάση εργασίας | parar el trabajo |
συμμετοχή σε δίκη ως πολιτική αγωγή | demanda de responsabilidad civil |
συμμετοχή σε είδος | aportación en especie |
συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση | participación en una organización delictiva |
συμμετοχή σε μια δικαιοπραξία | concurso |
συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση | pertenencia sindical |
συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση | afiliación sindical |
συμμετοχή σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας/franchise | otorgamiento de una franquicia |
συμμετοχή σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας/franchise | concesión de la franquicia |
συμπληρωματική εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε θέματα απομίμησης | aplicación complementaria del derecho nacional en materia de violación de marcas |
συμπληρωματική εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε θέματα παραποίησης | aplicación complementaria del derecho nacional en materia de violación de marcas |
συμπληρωματικός όρος σε μία σύμβαση | suplemento a un contrato |
συμπληρωματικός όρος σε μία σύμβαση | adición a un contrato |
συμφωνία για την πώληση βιβλίων σε καθορισμένη τιμή | acuerdo de libros netos |
Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Acuerdo entre la Comunidad Europea y el Reino de Dinamarca relativo a la competencia judicial, el reconocimiento y la ejecución de resoluciones en materia civil y mercantil |
συνέχεια των συμβάσεων σε ECU | continuidad de los contratos en ECUs |
συνδικαλιστική οργάνωση αντιπροσωπευτική σε εθνικό επίπεδο | organización sindical de ámbito nacional |
συνεδριάζω σε ολομέλεια | reunirse en sesión plenaria |
συνενοχή σε αδίκημα | complicidad en los delitos |
συνεργός σε αξιόποινη πράξη | cómplice de la infracción |
συνιδιοκτησία πλειόνων με συμφωνία ότι σε περίπτωση θανάτου του το μερίδιο του προαποβιώσαντος περιέρχεται στον επιζώντα συγκύριο | propiedad conjunta de varias personas con reversión a favor del supérstite |
συντελεστής του φόρου σε εθνικό επίπεδο | tipo de impuesto nacional |
σχέδιο ή υπόδειγμα με το οποίο έρχεται σε σύγκρουση | diseño rival |
σύγκρουση αρμοδιοτήτων ανάμεσα σε δικαστήρια της ίδιας δικαιοδοσίας | conflicto jurisdiccional |
Σύμβαση για τη διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | convenio sobre la transmisión de documentos judiciales y extrajudiciales en asuntos civiles e mercantiles |
Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Convenio relativo a la competencia judicial y a la ejecución de resoluciones judiciales en materia civil y mercantil Lugano, 16 de septiembre 1988 |
σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Convenio relativo a la competencia judicial y a la ejecución de resoluciones judiciales en materia civil y mercantil |
σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Convenio sobre competencia judicial y ejecución de resoluciones judiciales en materia civil y mercantil |
Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Convenio relativo a la competencia judicial y a la ejecución de resoluciones judiciales en materia civil y mercantil |
Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Convenio de Bruselas |
σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Convenio de Bruselas |
Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Convenio relativo a la competencia judicial, el reconocimiento y la ejecución de resoluciones judiciales en materia civil y mercantil |
Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | nuevo Convenio de Lugano |
Σύμβαση για την είσπραξη, σε διεθνές επίπεδο, απαιτήσεων διατροφής παιδιών και άλλων μορφών οικογενειακής διατροφής | Convenio sobre Cobro Internacional de Alimentos para Niños y Otros Miembros de la Familia |
Σύμβαση για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων | Convenio de Arbitraje |
Σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις | Convenio relativo a la notificación o traslado en los Estados miembros de la Unión Europea de documentos judiciales y extrajudiciales en materia civil o mercantil |
Σύμβαση καταρτιζόμενη βάσει του άρθρου Κ3 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Convenio establecido sobre la base del artículo K.3 del Tratado de la Unión Europea, relativo a la notificación o traslado en los Estados miembros de la Unión Europea de documentos judiciales y extrajudiciales en materia civil o mercantil |
Σύμβαση που σκοπεύει να διευκολύνει την προσφυγή στη δικαι οσύνη σε διεθνές επίπεδο | Convenio destinado a facilitar el acceso internacional a la justicia |
Σύμβαση σχετικά με τα αστικά δικαιώματα σε περιπτώσεις διεθνών απαγωγών παιδιών | Convenio sobre los aspectos civiles del secuestro internacional de niños |
σύμβαση σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων στην αλλοδαπή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Convenio relativo a la notificación o traslado en el extranjero de documentos judiciales y extrajudiciales en materia civil o comercial |
σύμβαση της Νέας Υόρκης της 20ής Ιουνίου 1956 για την είσπραξη διατροφής σε αλλοδαπό κράτος | Convenio de Nueva York, de 20 de junio de 1956, sobre la obtención de alimentos en el extranjero |
Σύμβαση της Χάγης για το εφαρμοστέο δίκαιο σε ορισμένα δικαιώματα επί τίτλων που κατέχονται από διαμεσολαβητές | Convenio sobre la ley aplicable a ciertos derechos sobre valores depositados en un intermediario |
σύμβαση της Χάγης της 15ης Απριλίου 1958 για τη δικαιοδοσία του συμβατικού forum σε περίπτωση διεθνούς πωλήσεως κινητών προσωπικής χρήσεως | Convenio de La Haya, de 15 de abril de 1958, sobre la competencia del fuero contractual en caso de venta con carácter internacional de mercaderías |
Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις παγιωμένη μορφή | Convenio relativo a la competencia judicial y a la ejecución de resoluciones judiciales en materia civil y mercantil |
Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις παγιωμένη μορφή | Convenio de Bruselas |
Σύμβαση όσον αφορά τη δικαστική αρμοδιότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων σε θέματα γάμου | convenio relativo a la competencia judicial y ejecución de las sentencias en materia matrimonial |
σύμβουλος σε ζητήματα ενοποιημένης παρουσίας/franchising | consultor en franquicia |
σύμβουλος σε ζητήματα ενοποιημένης παρουσίας/franchising | asesor en franquicia |
σύμπραξη ψήφου σε διασκέψεις | derecho de voto en las conferencias |
σύνδεση σε επίπεδο διοίκησης | dirección común |
σύννομη πρόσβαση σε κλειδιά κρυπτοθέτησης | acceso lícito a las claves de cifrado |
σύνταξη εργαζομένων σε ορυχείο | pensión de minero |
σύστημα συμψηφισμού σε Ecu | sistema de compensación en ecus |
τίθεμαι σε ισχύ | entrar en vigor |
τίθεμαι σε ισχύ' επέρχεται το αποτέλεσμα | surtir efectos |
τίθεμαι σε ισχύ' επέρχεται το αποτέλεσμα | surtir efecto |
τίθεται σε ισχύ | entrar en vigor |
ταμείο συμπληρωματικών παροχών ασθενείας σε χρήμα | fondo de compensación salarial |
ταμείο συμπληρωματικών παροχών ασθενείας σε χρήμα | fondo de compensación de salarios |
ταμείο συμπληρωματικών παροχών σε χρήμα | fondos de seguridad para la subsistencia |
το Γραφείο καλεί τους διαδίκους σε συμβιβασμό | la Oficina invita a las partes a una conciliación |
τοποθετήσεις σε τίτλους | aportación social |
τρέχον ταμειακό διαθέσιμο σε συνάλλαγμα | fondo de maniobra oficial en moneda extranjera |
τρέχον ταμειακό διαθέσιμο σε συνάλλαγμα | fondo de maniobra en divisas |
τρέχον ταμειακό υπόλοιπα σε συνάλλαγμα | fondo de maniobra oficial en moneda extranjera |
τρέχον ταμειακό υπόλοιπα σε συνάλλαγμα | fondo de maniobra en divisas |
τρέχοντα ταμειακά υπόλοιπα σε συνάλλαγμα | fondos de maniobra en divisas |
τραπεζογραμμάτιο που εκφράζεται σε νομίσματα | billete de banco denominado en monedas |
τροποποίηση που επεκτείνει και προσαρμόζει μια συλλογική σύμβαση εργασίας σε μια ορισμένη κατηγορία εργαζομένων | anexo de categoría profesional |
υπάλληλος μη υποκείμενος σε μετάθεση | empleado sedentario |
υπάλληλος μη υποκείμενος σε μετάθεση | oficinista |
υπάλληλος μη υποκείμενος σε μετάθεση | administrativo |
υπάλληλος που δεν υπάγεται σε συλλογική σύμβαση | empleado con contrato mercantil |
υπάλληλος σε μια επιχείρηση | empleado |
υποβάλλω μια πράξη σε φόρο | gravar una operación |
υποβάλλω σε λογοκρισία | censurar |
υπογραφή υποκείμενη σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση | firma sujeta a ratificación, aceptación o aprobación |
υπογραφή υποκείμενη σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση | firma simple |
υποδούλωση' υποταγή προσώπου τινός σε δουλεία | esclavitud |
υποκείμενος σε συλλογική σύμβαση | obligado por un convenio colectivo |
υποκείμενος σε συλλογική σύμβαση | sujeto a un convenio colectivo |
υποκείμενος σε συλλογική σύμβαση | cubierto por un convenio colectivo |
Υποπρόγραμμα Value II σε δίκτυα επικοινωνίας ηλεκτρονικών υπολογιστών Ε&Α-Δράση σχετιχά με τις απαιτήσεις αρτιότητας και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που αφορούν την κοινοτική Ε&ΤΑ | Subprograma II VALUE sobre Redes e comunicaciones informatizadas de investigación y desarrollo-Acción sobre los requisitos de integridad y confidencialidad de la información sobre I+T comunitario |
υποχρέωση των μελών του FAO σε θέματα διαβουλεύσεων | obligaciones consultivas de los miembros de la FAO |
υπό την επιφύλαξη ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζομένης σε νομικά ζητήματα | sin perjuicio de un recurso ante el Tribunal de Justicia limitado a las cuestiones de derecho |
υπόθεση εκκρεμής σε δικαστήριο | pleito pendiente |
υπόθεση εκκρεμής σε δικαστήριο | proceso pendiente |
υπόθεση εκκρεμής σε δικαστήριο | causa pendiente |
υπόθεση εκκρεμής σε δικαστήριο | asunto pendiente |
υπόκειμαι σε έλεγχο ή ερμηνεία | estar sujeto a la revisión y a la interpretación |
χρονομερίδιο σε κτίριο | interés en propiedad compartida en un edificio |
χωρισμός έκτασης σε οικόπεδα,οδούς κ.λπ. | parcelación |
όμιλος επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε έδαφος ενός κράτους | grupo de empresas residentes |
...ότι άλλο Kράτος μέλος ασκεί καταχρηστικώς τις εξουσίες που προβλέπονται σε... | ...que otro Estado miembro abusa de las facultades previstas en... |