DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Criminal law containing σε | all forms | exact matches only
GreekSpanish
αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσειςcooperación policial y judicial en materia penal
αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσειςcooperación policial y judicial en asuntos penales
Διαβούλευση με το Κοινοβούλιο στους τομείς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσειςConsulta al Parlamento en los ámbitos de la cooperación policial y judicial en materia penal
δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσειςcooperación judicial en materia penal
εκτέλεση ποινής καταγνωσθείσας σε άλλο κράτος μέλοςejecución de las sentencias dictadas en otro Estado Miembro
Ενημέρωση του Κοινοβουλίου στους τομείς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.Información al Parlamento en los ámbitos de la cooperación policial y judicial en materia penal
Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος-πλαισίου σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσειςComité de ejecución del programa marco relativo a la cooperación policial y judicial en materia penal
περιαγωγή σε ομηρίαtoma de rehenes
πρόγραμμα πλαίσιο σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσειςPrograma marco sobre cooperación policial y judicial en materia penal AGIS
συναίνεση σε παράδοσηconsentimiento a la entrega
Σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγέςConvenio de lucha contra la corrupción de agentes públicos extranjeros en las transacciones comerciales internacionales
όποιος ασελγεί σεξουαλικά σε παιδιάexplotador sexual de niños