DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing πιστοποιητικό | all forms
GreekSpanish
κατάλληλο πιστοποιητικόtítulo idóneo
παρουσιάζω ένα πιστοποιητικόpresentar un certificado
πιστοποιητικό απασχόλησηςcertificado de trabajo
πιστοποιητικό ασθένειαςcertificado de enfermedad
πιστοποιητικό ασφάλισης ασθενείαςjustificación de seguro médico
πιστοποιητικό γάμουpartida de matrimonio
πιστοποιητικό γάμουacta de matrimonio
πιστοποιητικό εκφόρτωσηςcertificado de descarga
πιστοποιητικό εξέτασηςcertificado de calificaciones
πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότηταςdiploma oficial de formación profesional
πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότηταςdiploma de capacitación profesional
πιστοποιητικό επιτυχίας σε μια δοκιμασίαcertificado de calificaciones
πιστοποιητικό επιτυχίας σε μια εξέτασηcertificado de calificaciones
πιστοποιητικό Ευρωπαϊκού Εκτελεστού ΤίτλουCertificado de Título Ejecutivo Europeo
πιστοποιητικό ικανοποίησηςcertificado de liberación de cargas
πιστοποιητικό καλής διαγωγήςcertificado de buena conducta
πιστοποιητικό καλλιτέρευσης του μεριστικού καθεστώτος από την μετατροπή των γεωτεμαχίωνcertificado de que la permutación de parcelas mejora la situación parcelaria
πιστοποιητικό καραχώρησηςcertificado de registro
πιστοποιητικό μαθητείαςcertificado de aprendizaje
πιστοποιητικό μαθητείαςcertificado de maestría
πιστοποιητικό μετοχώνparticipación
πιστοποιητικό συμμετοχήςparticipación
πιστοποιητικό υπηρεσίαςcertificado de cumplimiento del servicio
πιστοποιητικό φιλοφροσύνηςcertificado condescendiente
πιστοποιητικό φυτοκαλλιέργειαςcertificado sobre obtención vegetal
συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας για τα φάρμακαcertificado complementario de protección para los medicamentos
υποβάλλω ένα πιστοποιητικόpresentar un certificado