DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing πιστοποιητικό | all forms
GreekSpanish
ιατρικό πιστοποιητικό θανάτουcertificado de defunción
πιστοποιητικό αξιοπλοϊας; πιστοποιητικό πλωιμότηταςcertificado de navegabilidad
πιστοποιητικό γεννήσεωςpartida de nacimiento
πιστοποιητικό γεννήσεωςcertificado de nacimiento
πιστοποιητικό για την αξιοπιστία των λογαριασμώνcertificado de la fiabilidad de las cuentas
πιστοποιητικό για την κανονικότητα των λογαριασμώνcertificado sobre la regularidad de las cuentas
πιστοποιητικό για την κανονικότητα των χρηματοδοτουμένων πράξεωνcertificado de la regularidad de las operaciones financiadas
Πιστοποιητικό Εξαίρεσης Σύμβαση SOLAScertificado de exención
Πιστοποιητικό εξαίρεσηςCertificado de exención
πιστοποιητικό ζωήςfe de vida
πιστοποιητικό θανάτουcertificado de defunción
πιστοποιητικό καλής εκτέλεσηςcertificado de correcta ejecución
πιστοποιητικό καταγωγήςpedigrí
πιστοποιητικό καταλληλότηταςcertificado de inspección veterinaria
πιστοποιητικό με το οποίο δηλώνεται ότι οι λογαριασμοί έχουν καταρτιστεί κανονικάcertificado del correcto mantenimiento de la contabilidad
πιστοποιητικό μεταβιβάσεως της ευθύνης συστήματοςcertificado de transferencia de sistemas
πιστοποιητικό ολοκληρώσεως της εγκαταστάσεωςcertificado de terminación del montaje
πιστοποιητικό ολοκληρώσεως φάσεωςcertificado de terminación de etapa
τυποποιημένο πιστοποιητικόcertificado armonizado
χορηγώ ένα πιστοποιητικό διακοπής της εργασίαςentregar un parte de baja