DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing οργανο | all forms | exact matches only
GreekSpanish
ανεξάρτητο όργανο επίλυσης διαφορώνautoridad independiente en caso de litigio
αρχή της εκ των προτέρων έγκρισης από κεντρικό όργανοprincipio de autorización previa centralizada
Διϋπουργικό 'Οργανο για τον Οικονομικό ΠρογραμματισμόComité interministerial de programación económica
εθνικό όργανο ελέγχουinstitución nacional de control INC
επιστημονικό όργανο ή συσκευήinstrumento o aparato científico
εποπτικό όργανο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντωνÓrgano de Supervisión de los Textiles
μόνιμο εκτελεστικό όργανοórgano ejecutivo colegial
μόνιμο εκτελεστικό όργανοorgano ejecutivo permanente
μόνιμο συλλογικό εκτελεστικό όργανοórgano ejecutivo colegial
μόνιμο συλλογικό εκτελεστικό όργανοorgano ejecutivo permanente
πολυμερές χρηματοδοτικό όργανοinstitución financiera multilateral
χρηματοδοτικό όργανο προσανατολισμού της αλιείαςinstrumento financiero de orientación pesquera
χρηματοδοτικό όργανο προσανατολισμού της αλιείαςinstrumento financiero de orientación de la pesca
όργανο διεύθυνσηςórgano de dirección
όργανο διοίκησηςórgano de administración
όργανο επιτήρησης κλωστοϋφαντουργικώνÓrgano de Vigilancia de los Textiles
όργανο εποπτείαςórgano de vigilancia
όργανο εποπτείαςConsejo de Supervisión
όργανο ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίαςinstrumento de pesaje de funcionamiento no automático
όργανο ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίαςbalanza no automática
όργανο λήψης αποφάσεωνórgano de decisión
όργανο λήψης αποφάσεωνórgano de administración
όργανο με δραστηριότητα τυποποίησηςórgano de normalización
όργανο με δραστηριότητα τυποποίησηςinstitución con actividades de normalización
όργανο με δυνατότητα έκδοσης ετικετών με τις τιμές των προϊόντωνinstrumento para el etiquetado de precios
όργανο με μία περιοχή ζύγισηςinstrumento con un solo campo de pesaje
όργανο με περισσότερες περιοχές ζύγισηςinstrumento con campos de pesaje múltiples
όργανο πολλαπλών υποδιαιρέσεωνinstrumento multirrango
όργανο που ασκεί διοίκητικά, διεύθυντικά ή εποπτικά καθήκοντα; διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανοórgano de administración, de dirección o de control
όργανο συνεργασίας μεταξύ δήμων και κοινοτήτωνórgano de cooperación entre municipios
όργανο τοπικής αποταμίευσηςinstrumento de ahorro local