DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing οργανο | all forms | exact matches only
GreekSpanish
αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανοautoridad
Διεθνές Οργανο Ελέγχου των Ναρκωτικών των Ηνωμένων ΕθνώνJunta Internacional de Fiscalización de Estupefacientes
διοικητικό όργανοautoridad
διοικητικό όργανοorganización administrativa
διοικητικός όργανο φορέας αρμόδιος για το περιβάλλονinstitución de administración ambiental
διοικητικό όργανο/διοικητικός οργανισμόςorganización administrativa
διοικητικός όργανο φορέας αρμόδιος για το περιβάλλονinstitución de administración ambiental
επικουρικό όργανο για την εφαρμογήórgano subsidiario de ejecución
συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησηςórgano consultivo del gobierno
συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησηςorganismo consultivo del Estado
όργανο για την παρακολούθηση της βλάστησης από το διάστημαinstrumento espacial de vigilancia de la vegetación
όργανο συλλογής σκόνηςesfera de Lieja
όργανο συλλογής σκόνηςaparato captador de polvos