Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latin
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Life sciences
containing
οργανο
|
all forms
|
exact matches only
Greek
Spanish
βαρυμετρικό
όργανο
γεωφυσικής
instrumento gravimétrico de geofísica
Επικουρικό
Οργανο
Επιστημονικών, Τεχνικών και Τεχνολογικών Συμβουλών
Órgano Subsidiario de Asesoramiento Científico, Técnico y Tecnológico
καταγραφικό
όργανο
instrumento registrador
μαγνητικό
όργανο
γεωφυσικής
instrumento magnético de geofísica
μηχανικό
όργανο
εκτύπωσης χαρακτήρων και συμβόλων
trípode de estampar
μηχανικό
όργανο
εκτύπωσης χαρακτήρων και συμβόλων
componedor de estampación
όργανο
αντίστασης στην πόλωση
equipo para resistencia a la polarización
όργανο
βαρομετρικής πιέσεως
baróscopo
όργανο
βαρομετρικής πιέσεως
baroscopio
όργανο
γεωφυσικής
instrumento de geofísica
όργανο
διαίρεσης κύκλου
máquina de graduar
όργανο
διασκόπησης εντός της γεωτρητικής οπής
sondeo para pozos profundos
όργανο
ηλεκτρονικής μέτρησης αποστάσεων
telémetro eléctrico
όργανο
ηλεκτρονικής μέτρησης αποστάσεων
telémetro electrónico
όργανο
μέτρησης αποστάσεων με μικροκύματα
telémetro de microondas
όργανο
μέτρησης διακένου
galibo
όργανο
μέτρησης διακένου
espacio libre
όργανο
με απευθείας ανάγνωση
instrumento de lectura directa
όργανο
μετεωρολογίας
instrumento de meteorología
όργανο
μετρήσεως της ατμοσφαιρικής αλλοιώσεως
cámara climática
όργανο
στερεοσύγκρισης
estereocomparador
όργανο
υδρολογίας
instrumento de hidrología
όργανο
χάραξης ευθυγραμμιών
instrumento de calibración
όργανο
χάραξης ευθυγραμμιών
instrumento de ajuste
Get short URL