DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing μεγίστη | all forms
GreekSpanish
μέγιστη ανεκτή δόσηdosis máxima tolerable
μέγιστη δόσηdosis máxima
MPC:μέγιστη επιτρεπτή συγκέντρωσηCMA, concentración máxima admisible
μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωσηmáxima concentración admisible
μέγιστη εφάπαξ επιτρεπόμενη δόση ακτινoβολίας Roe δέρματοςunidad de dosis cutánea
μέγιστη ζωτική χωρητικότης του πνεύμονοςventilación total
μέγιστη ζωτική χωρητικότης του πνεύμονοςventilación por minuto
μέγιστη ισομετρική συστολήfuerza isométrica máxima
μέγιστη παιδική δόσιςdosis infantil máxima
μέγιστη περιεκτικότητα σε ύδωρ εξωτερικής προελεύσεωςcontenido total de agua adquirida
μέγιστη συνεχής ισχύςpotencia máxima continua
μέγιστη ταχύτηταvelocidad máxima
μέγιστη χορηγήσιμη δόσηdosis máxima humana
μέγιστη χωρητικότης αναπνοήςventilación total
μέγιστη χωρητικότης αναπνοήςventilación por minuto
μεγίστη έκθεση στην εισπνοή της δοκιμαζόμενης ουσίαςexposición óptima a la sustancia objeto de ensayo por inhalación
μεγίστη επιτρεπομένη συγκέντρωσιςconcentración máxima permisible