Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Health care
containing
μείωση του
|
all forms
|
in specified order only
Greek
Spanish
ανοσία που προκαλεί μείωση της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό του
inmunidad de depresión
μέτρα για την
μείωση του
κυκλοφοριακού θορύβου
medidas para la reducción del ruido del tráfico
φάρμακο για τη
μείωση του
λίπους στο αίμα
fármaco hipolipidémico
Get short URL