DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Health care containing μείωση | all forms
GreekSpanish
ανοσία που προκαλεί μείωση της τοξικότητας του μικροβιακού παράγοντα και όχι τον θάνατό τουinmunidad de depresión
διφασική εκθετική μείωσηdisminución exponencial bifásica
μέτρα για την μείωση του κυκλοφοριακού θορύβουmedidas para la reducción del ruido del tráfico
μείωση θορύβου στην πηγήcontrol de ruido en el emisor
μείωση της γονιμότηταςdaño ocasionado a la fertilidad
μείωση της ικανότητας εργασίαςdisminución de la capacidad laboral
μείωση της ικανότητας κρίσεωςcapacidad de juicio disminuida
μείωση της ικανότητας κρίσεωςcapacidad de juicio debilitada
μείωση της μυικής δύναμηςdisminución de la fuerza muscular
νοσήματα που προκαλούνται από μείωση της κινητικότηταςenfermedades causadas por sedentarismo
φάρμακο για τη μείωση του λίπους στο αίμαfármaco hipolipidémico