DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing μείωση | all forms
GreekSpanish
αυτεπάγγελτη μείωση του ζητούμενου ποσούreducir de oficio la cantidad
μίσθωση με μείωση μισθώματοςarrendamiento descendente
μείωση αξίαςdesvalorización
μείωση αξίαςdepreciación
μείωση προσωπικούreducción del personal
μείωση προσωπικούdespido
μείωση προσωπικούreducción de personal
μείωση της ανεργίαςdisminución del desempleo
μείωση της απόδοσηςdisminución del rendimiento
μείωση της διάρκειας εργασίαςreducción de jornada
μείωση της δυσανάλογης προς τα εισοδήματα χρηματικής κυρώσεωςreducción de la sanción pecuniaria desproporcionada en relación con los ingresos
μείωση της εισφοράςreducción de la cotización
μείωση της λογιστικής αξίας της συμμετοχήςdepreciación del valor contable de la participación
μείωση της παραγωγικότηταςdisminución del rendimiento
μείωση της προοδευτικής ανόδου του φόρουlimitación de la progresividad del impuesto
μείωση του αριθμού των εργαζομένωνreducción de plantilla
μείωση του αριθμού των εργαζομένωνreducción de personal
μείωση του προσωπικούreducción de plantilla
μείωση του προσωπικούreducción de personal
μείωση του χρόνου εργασίαςreducción de jornada
μείωση των απασχολουμένων στην επιχείρηση προσώπωνreducción de plantilla
μείωση των απασχολουμένων στην επιχείρηση προσώπωνreducción de personal
μείωση των αποδοχών δημοσίου υπαλλήλουreducción de sueldo
μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχώνreducir las diferencias entre los niveles de desarrollo de las diversas regiones y el retraso de las regiones menos favorecidas
προοδευτική μείωση του φόρουbonificación degresiva del impuesto