DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing μέρος | all forms
GreekSpanish
εντελλόμενο μέροςordenante
λογικό μέροςentidad lógica
μέρος ενοποιημένων αποτελεσμάτων που αναλογεί στη μητρική εταιρεία ομίλουresultados de la sociedad matriz
μέρος κεφαλαίουcapital en acciones
μέρος που επιλέγει το κλείσιμο εγκαταστάσεωνparte cesante
μέρος που πραγματοποιεί την κοινοποίησηparte notificante
περιορίζον μέροςparte limitadora
Συμβαλλόμενο Μέρος της GATT του 1947Parte contratante del GATT de 1947
φορολογητέο μέροςbase imponible
χρεούμενο μέροςparte deudora